για να δειτε τις φωτογραφιες πατήστε εδώ:
http://isabmavro.blogspot.gr/2012/01/2005.html
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2005
Η αδελφή μου η Ισαβέλλα.
Η Ισαβέλλα είναι η μικρότερη από τα αδέλφια μου, 11 χρόνια ποιο μικρή από εμένα και είναι αρχιτέκτων, πολύ δυνατός άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 12 του Γενάρη το 1944. Οι Γερμανοί είχαν κυνηγήσει τον πατέρα μας και αυτός κρυβόταν στο σπίτι μας. Όταν γεννήθηκε η Ισαβέλλα, ο πατέρας μας, παρουσιάστηκε στο μαιευτήρα γνωστό του γιατρό και βοήθησε στο ξεγέννημα της Ισαβέλλας που έγινε στο σπίτι μας. Την Ισαβέλλα την τάιζε και την άλλαζε ο πατέρας μας και έτσι είχαν ένα ιδιαίτερο δεσμό. Ηταν σαν να είχε δυο μητέρες.
Λίγο αργότερα πήγαμε στα Χανιά και εκεί μεγάλωσε. Την άφησα στα Χανιά επτά χρόνων για να πάω στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα και έτσι «την μπερδεύω» πολλές φορές και την φωνάζω
με το όνομα της κόρης μου της Στέλλας. Στη συνέχεια ήρθε με τη μητέρα μας και τον αδελφό μας τον Τάσο στην Αθήνα. Όταν τέλειωσε το Λύκειο πήγε με τον Τάσο στην αρχιτεκτονική του Γκρατς της Αυστρίας και στην τέταρτη τάξη ήρθε στη Θεσσαλονίκη από όπου και πήρε το δίπλωμά της. Ένα διάστημα δούλευε στη Γερμανία υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, τόσο που δεν ήξερε τι ήταν κάτω από το παράθυρο του γραφείου της, γιατί δεν είχαν καιρό, ούτε την άδεια, να κοιτάξουν προς τα έξω. Μια φορά το χρόνο που είχε λιακάδα …τους έδωσαν άδεια, μια ώρα, να πάνε στο πάρκο!!
Δεν την άντεχε τη Γερμανία. Γύρισε στην Ελλάδα και προσελήφθη στον ΟΤΕ. Ηταν αγαπητή σε όλους συναδέλφους και προϊστάμενους και όταν πήρε σύνταξη ασχολήθηκε με τα ενδιαφέροντά της.
Ο άνδρας της, ο Κλάους, γερμανικής καταγωγής, αξιόλογος άνθρωπος, πολιτικός μηχανικός με έντονη ζωή στον Καναδά όπου δούλευε εγκατέλειψε τα πάντα στα 45 χρόνια του μετά από έμφραγμα που έπαθε. Γύρισε στη Γερμανία όπου του συνέστησαν οι γιατροί να ζήσει σε θερμό κλίμα. Ηρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Αγιο Ορος όπου γνώρισε τον γέροντα Παίσιο που είχε ενοράσεις. Περίμενε στη σειρά 15ος να τον δει όταν ο Παίσιος βγήκε έξω τον έδειξε και είπε Κλάους έλα μέσα. Εμεινε μαζί του πάνω από ένα χρόνο. Εγινε ορθόδοξος ο Παίσιος τον βάπτισε Νικόλα.. Όταν ο Παίσιος έφυγε από το Αγιο Ορος ο Κλάους, Νικόλας πλέον, πήγε στην Πάρο όπου δούλευε σαν γκαρσόνι. Εκεί γνώρισε την Ισαβέλλα και παντρεύτηκαν στη Χιλιαδού της Εύβοιας. Μετά τη συνταξιοδότησή της, η Ισαβέλλα, έζησε στο κτήμα του άνδρα της, στη δυτική Γερμανία σε ένα παλιό μεθοριακό σιδηροδρομικό σταθμό στο Mατίερτσόλ (Μattierzoll) πενήντα χιλιόμετρα από το Μπράουνσβάικ (Braunschweig), υπό συνθήκες πολύ δύσκολες. Ζούσαν χωρίς θέρμανση, χωρίς τουαλέτα και με νερό από πηγάδι, από ιδιορρυθμία του άνδρα της που ήθελε να ζει μακριά από τον πολιτισμό, σαν αγρότης σε περασμένο αιώνα. Βέβαια αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξει κανείς και πάλι καλά, η Ισαβέλλα, το δέχτηκε δώδεκα τόσα χρόνια.
Έχει κάνει τα πιο απίθανα ταξίδια, Ινδία, Νεπάλ, Κασμίρ, Ταϊλάνδη, Ιαπωνία, τριάντα μέρες στην Κίνα και άλλα. Πήρε πτυχίο ιστιοπλοΐας σκαφών ανοικτής θάλασσας. Το Νοέμβριο του 2002 είχε δώσει εξετάσεις για την Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα.
Η φωτογραφία είναι από αγώνα δρόμου ένδεκα χιλιομέτρων, ορεινής διαδρομής, στη Γερμανία, την 12.1.1992 που τα έκανε σε χρόνο 1 ώρα 10 λεπτά
Γράφει πίσω από τη φωτογραφία: «Είμαι χαρούμενη που τα κατάφερα. Οι άνθρωποι με χειροκροτούσαν και εγώ ευχαριστημένη προσπαθούσα να χαμογελάσω με τις γροθιές σφιγμένες και τα δάκτυλα προς τα πάνω σε ένδειξη νίκης.»
Τέσσερα χρόνια τώρα ζει στην Πάρο, στην Παροικιά, στο μικρό κουκλίστικο σπιτάκι της που το έφτιαξε μόνη της και ασχολείται με θέατρο και άλλα ενδιαφέροντα. Εχει παίξει Λυσσιστράτη, Μήδεια, Φαύστα, του Μποστ σαν μέλος του πολιτιστικού συλλόγου Πάρου «Αρχίλοχος». Πιστεύω ότι είναι τα καλύτερά της χρόνια και θα ήταν ακόμη καλύτερα αν δεν είχε τα προβλήματα με την υγεία της που θα τα ξεπεράσει γρήγορα γιατί είναι πολύ δυνατός άνθρωπος. Τόσο δυνατός που μας έχει εκπλήξει όλους.
Στο Σκάλωμα το Πάσχα του 1987.
Ο άνδρας της ο Κλάους, η Ισαβέλλα, ο Τάσος και η Στέλλα.
Ασχολείται ακόμη με ποίηση και ζωγραφική. Εχει ζωγραφίσει αρκετά ενδιαφέροντα έργα. Πρόσφατα μάλιστα έκανε και έκθεση στην Πάρο που όμως δεν μπόρεσε να παραβρεθεί εξ αιτίας της χημειοθεραπείας. Να σκεφθεί κανείς ότι κατάφερε να παίξει θέατρό –Φαύστα- ένα βράδυ στην Πάρο, όταν το πρωί είχε κάνει χημειοθεραπεία στο Ιατρικό Κέντρο στην Αθήνα. Εφυγε αεροπορικώς. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο είχε μαζί της πλαστική σακούλα μην τυχόν κάνει εμετό.
Οταν τη ρώτησα αν της έρθει εμετός στη σκηνή τι θα κάνει, μου απάντησε ότι θα το κάνει μέρος του έργου και θα πει στο παιδί της : «βλέπεις τι παθαίνω που με στεναχωρείς!!» Μου είπε δεν μπορώ να λείψω δεν θα γίνει η παράσταση και θα στεναχωρηθούν οι φίλοι μου! Και τώρα πάλι στο Ιατρικό Κέντρο στην Αθήνα, μακριά από την Πάρο και τους φίλους της, που τόσο αγαπά, παραμονές Χριστουγέννων 2003, διαβάζει το ρόλο της για το θέατρο, από το «σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», που της έστειλαν οι φίλοι της, από την Πάρο, με φαξ και που την περιμένουν να παίξουν μαζί
Επίσης γράφει ποιήματα. Τώρα μέσα στο νοσοκομείο έγραψε μερικά. Είναι αισιόδοξη ότι θα τα καταφέρει να νικήσει και αυτή τη φορά όπως τόσες άλλες δυο χρόνια τώρα.
Μέχρι εδώ το κείμενο το έγραψα και το διάβασε, γιατί μου ζήτησε να γράψω και για τα αδέλφια μου, όταν διάβασε, στο νοσοκομείο, τα απομνημονεύματα του πατέρα μας, που τα είχα δακτυλογραφήσει και της είπα ότι έχω γράψει και εγώ για τη ζωή μου και τα έχω όλα σε site στο internet
( www.mavrogeni.gr).
Τα παρακάτω τα συμπλήρωσα μετά..
Της ζήτησα να διαβάσω τα ποιήματα που έγραψε, αλλά δεν με άφησε γιατί ήθελε να τα επεξεργαστεί πρώτα, μάλιστα τα έκρυψε στο τέλος ενός μπλοκ. Περπατά στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ρωτώντας τους συγγενείς πως πάνε οι δικοί τους, κρατώντας τον ορό και δυο σακούλες με σωληνάκια ΄΄και δεν τρέχει τίποτα΄΄. Ολοι τη γνωρίζουν. Πριν λίγες μέρες πέθαινε μια κυρία στο ίδιο δωμάτιο με αυτήν. Είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη φιλική σχέση με τα παιδιά της. Της πρότειναν να αλλάξει δωμάτιο για να μη βρίσκεται στο ίδιο την ώρα του θανάτου, δεν δέχτηκε γιατί ήθελε να συμπαραστέκεται στα παιδιά της. Ο Δημήτρης ο εγγονός μου πήγε και την είδε και του χάρισε ένα φακό. Την άλλη μέρα έστειλε ένα φακό και στον άλλο εγγονό μου το Βασίλη ο οποίος, επτά χρόνων, της έγραψε και γράμμα.
«Ισαβέλλα περαστικά σε αγαπάμε πολύ. Δημήτρης και Βασίλης»
Τις τελευταίες μέρες πονά πολύ είναι πρησμένη η κοιλιά της και την πιέζει δεν μπορεί να ξαπλώσει, έχει σαράντα μέρες να φάει, τρέφεται με σωληνάκι, έχει καθετήρα για τα ούρα και σωληνάκι από τη μύτη για να φεύγουν τα υγρά του στομάχου γιατί αλλιώς της φέρνουν οδυνηρούς εμετούς, παρ όλα αυτά δεν χάνει το κουράγιο της ούτε στιγμή.
Τώρα και τρεις μέρες, για να μην πονά, της δίνουν ισχυρά αναλγητικά με συνέπεια να μην πονά αλλά και να μην μπορεί πια να περπατήσει στους διαδρόμους του νοσοκομείου όπως έκανε μέχρι τώρα.
Εκλεισε ένα μήνα στο ιατρικό κέντρο με τη συνεχή παρουσία κάποιου από εμάς, της Ζωής, της Γκύτε, τη δική μου και του άντρα
της, του Κλάους, που ήρθε αναπάντεχα από τη Γερμανία. Ο ερχομός του άντρα της τη συγκίνησε πολύ, είχε να τον δει τέσσερα χρόνια.
Ερχονται τα ανίψια της και τη βλέπουν συχνά, που τα υπέρ αγαπά, η Στέλλα και ο Γιώργης, ο Μάρτιν και η Ηρώ.
Μου έλεγε πόσο πολύ αγαπά το Γιώργη που την είχε στην αγκαλιά του και την προκαλούσε να του διηγείται επί δυο ώρες τις εντυπώσεις της από το ταξίδι στο Κασμίρ και το Νεπάλ. Πόσο χαρούμενη, μου έλεγε, την έκανε που της θύμισε ευτυχισμένες μέρες. Μου έλεγε ότι δεν το πίστευε ότι την αγαπάνε τόσο πολύ όλοι.
Οταν την βλέπω μου λέει, θα τα καταφέρω μη στεναχωριέσαι και εμείς παίζομε θέατρο και της λέμε ότι πάει καλύτερα και τη πρωτοχρονιά θα την περάσουμε μαζί στη Δροσιά.
Με τα ισχυρά αναλγητικά έχουν αρχίσει να πέφτουν οι αντιδράσεις του οργανισμού και να μην έχει δυνάμεις, αλλά δεν το βάζει κάτω. Πιστεύει ότι θα νικήσει.
Στις 20 του Δεκέμβρη σε μερική καταστολή από τα φάρμακα για να μην πονά, αλλά σε πλήρη διαύγεια, θα έρχονταν τα ανίψια της από τη Γερμανία, ο Μάρτιν και η Ηρώ.
« Πως θα με δουν έτσι, θα στεναχωρηθούν τα γλυκά μου». Μου ζήτησε τη χτένα να χτενιστεί και το ρουζ να βάλει λίγο στα χείλη της.
Εφυγε από κοντά μας στις 23 του Δεκέμβρη, το βράδυ, με αξιοπρέπεια χωρίς να λυγίσει, δίνοντας θάρρος, μέχρι την τελευταία στιγμή, σε μας αντί να της δίνομε εμείς.
Ηταν ένας αξιόλογος και δυνατός άνθρωπος με αγάπη για τη ζωή.
Οι συγγενείς και οι φίλοι της θα τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη.
Δεν της πρέπουν κλάματα μόνο χειροκροτήματα, έπαιξε σωστά και με πάθος το ρόλο της στη ζωή.
Η Ισαβέλλα στη Δροσιά. Καλοκαίρι 2003, σε ένα διάλειμμα από τη χημειοθεραπεία.
Δυο μέρες πριν φύγει μαγνητοφώνησα συζήτηση που κάναμε και που διάβαζε με τη βοήθειά μου, το ρόλο της Μαρίας Χοσέφα από το «σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Το έκανε με πολύ κόπο αλλά και με πολύ πάθος.
Πόσο χαιρόταν όταν την έπαιρναν τηλέφωνο οι φίλοι της από την Πάρο και πόσο χάρηκε όταν ήρθε στο νοσοκομείο ο Γιώργος ο γιατρός και της έλεγε ανέκδοτα.
Την τελευταία μέρα πήρα για λίγο κρυφά τα ποιήματα που είχε γράψει και τα φωτοτύπησα σε ένα φαξ. Ευτυχώς γιατί στην αναμπουμπούλα του θανάτου πετάχτηκε το μπλοκ και παρόλο που ψάξαμε δεν μπόρεσε να βρεθεί.
Ηθελε πολύ να μαζέψει τα ανίψια της όλα μαζί και να τους κάνει τραπέζι. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε γιατί λόγω σπουδών των παιδιών του Τάσου δεν ήταν εύκολο να βρεθούν όλοι μαζί. Η επιθυμία της έγινε στην κηδεία που λόγω εορτών βρέθηκαν όλοι στην Αθήνα.
Μετά μια βδομάδα ήρθαν όλοι στο σπίτι μου στη Δροσιά και είδαμε τη βιντεοκασέτα που παίζει τελευταία φορά τη Φαύστα. Είναι πολύ συγκινητική. Μετά πήγαμε και φάγαμε όλοι μαζί με μια οικογενειακή φίλη την Ανθια. Τη νιώθαμε να είναι δίπλα μας ευχαριστημένη που είμαστε όλοι μαζί. Στη φωτογραφία τα ανίψια της ο Γιώργης, ο Μάρτιν, η φίλη μας η Ανθια, η Ηρώ και η Στέλλα.
Βασίλης Μαυρογένης
Αθήνα 4/1/2004
ΥΓ. Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Σταμάτης, 87 χρόνων, σήμερα, έγραψε το παρακάτω ριζίτικο στη μνήμη της Ισαβέλλας:
Χάρε και γιάντα δε γερνάς γιάντα δεν αποθαίνεις
γιάντα δεν γίνουνται κι εσέ χώμα τα κόκκαλα σου
για να μη βγαίνεις χάροντα εις τον απάνω κόσμο
να παίρνεις νιούς ελεύθερους και νέες παντρεμένες
να παίρνεις και μωρά παιδιά.
Στις 20 του Μάη το 2004 έφυγε και αυτός. Ηταν 87 χρόνων στη σημαδιακή ηλικία της οικογένειας. Στην ίδια ηλικία πέθαναν και τρία αδέλφια του, η μητέρα του και ο παππούς του!!
Θ άπρεπε να γράψω και γι αυτόν. Ηταν πραγματικά αξιόλογος άνθρωπος. Ηταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Τα άλλα δυο αγόρια είχαν μορφωθεί (Γεωπόνος, Αξιωματικός) αυτόν όμως, παρ όλο που ήταν ο εξυπνότερος, ο πατέρας του δεν τον άφησε να μορφωθεί, και τον κράτησε κοντά του μετά το δημοτικό να τον βοηθά. Αυτός βέβαια έλεγε ότι τέλειωσε το Πανεπιστήμιο!! Και πράγματι το είχε τελειώσει. Τρία χρόνια στη Γυάρο, την Ικαρία και τη Μακρόνησο με καθηγητές τον Κατράκη τον Θεοδωράκη και άλλους εξέχοντες αριστερούς διανοούμενους. Ηταν πάρα πολύ καλλιεργημένος με πολλές γνώσεις. Εκανε φοβερά γλέντια στο χωριό και ήταν στιχοπλόκος και ανεκδοτολόγος.
Κάποτε έμαθε ότι στην Αθήνα παντρευόταν ο γιος του φίλου και συγχωριανού του, Μπιλαλογιάννη.
Καθόταν στο καφενείο στο Σελί στους Λάκκους και λέει σε μερικούς της παρέας του. Μωρέ πάμε στην Αθήνα;
Ντυθήκανε, κατέβηκαν στα Χανιά και πήραν το αεροπλάνο για την Αθήνα. Στη διαδρομή το αεροπλάνο κουνούσε πολύ και ο φίλος του που καθόταν δίπλα του έτρεμε από το φόβο του. Του λέει ο Σταμάτης, ήντα χεις μωρέ; Και αυτός απαντά: Φοβάμαι μωρέ Σταμάτη μην πέσει το αεροπλάνο. Και ο Σταμάτης του ανταπαντά: Μωρέ κουζουλός είσαι; και τι σε νοιάζει εσένα, δικό σου είναι το αεροπλάνο;
Πήγανε στον Μπιλαλογιάννη στον Πειραιά, πέντε φίλοι και έκατσαν τρώγοντας και πίνοντας τρεις μέρες. Ο Μπιλαλογιάννης τους λέει τι σκέφτεστε παιδιά πότε λήγουν τα εισιτήρια που έχετε βγάλει. Και ο Σταμάτης του απαντά: Α μωρέ Γιάννη δεν έχομε βγάλει εισιτήρια επισροφής και ανε θες να φύγομε πρέπει να πας να μας βγάλεις εσύ με δικά σου λεφτά γιατί δεν έχομε και λεφτά!! Ετσι και έγινε τους έβγαλε τα εισιτήρια και γύρισαν πίσω μετά πέντε μέρες χωρίς να κοιμηθούνε καθόλου!!!
Η Ισαβέλλα στο Ιατρικό κέντρο διάβαζε συνέχεια και έγραφε ποιήματα. Της ζήτησα να τα διαβάσω αλλά δεν μου τα έδωσε γιατί ήθελε να τα επεξεργαστεί
Δυο μέρες πριν φύγει πήρα για λίγο κρυφά τα ποιήματα και τα φωτοτύπησα σε ένα φαξ. Ευτυχώς γιατί στην αναμπουμπούλα του θανάτου πετάχτηκε το μπλοκ και παρόλο που ψάξαμε δεν μπόρεσε να βρεθεί.
Τα ποιήματα δεν μπόρεσε να τα επεξεργαστεί, και έτσι όμως είναι ενδιαφέροντα:
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 3/12/2003
Σώματα γυμνά, κορμιά σκελετωμένα
τη θαλπωρή των νοσοκόμων περιμένουν
καρτερικότητα στον πόνο δείχνουν
για να στηρίξουνε αυτό το οικοδόμημα
που καταρρέει στο χρόνο
Αυτά τα εξαίσια σώματα που είναι ύλη και δεν είναι,
που πρόσκαιρο το διάβα μας σηματοδότησαν.
Μέσα τους κατοικούν οι ψυχές μας οι θείες
δοκιμασμένες με άπειρες θυσίες.
Τα σώματα αυτά που ακατάπαυστα πονάνε
κι όμως τόσο εξαίσια μας συντήρησαν
Γύρω μας πόνοι και ανέχεια
που δίνει στη ζωή μας μια συνέχεια!
Ως πότε πια θα καρτεράμε,
ισορροπία να φέρομε στο σύμπαν και στα σώματα
Έχομε μέσα μας τόσα πολλά βιώματα.
Ω θείο σώμα πενταγέννητο θνητό που η
αναπνοή σου καθορίζει την πορεία μας.
(Μα το καθένα μας κρύβει μια άλλη ιστορία
το έχει διαγράψει)
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 9/12/2003
Εξω λυσσομανά ο βοριάς
στης θαλπωρής μου το μικρό κρεβάτι
μπροστά μου τρέχει αφηνιασμένα
της σκέψης το άγριο Ατι
φουρτούνες φέρνοντας μαζί του
λυσσομανά στο άδειο το κορμί του
τρέχει φωνάζει για τα περασμένα
τα ξεχασμένα όνειρα και τα χαμένα
Αφανισμένα από των χρόνων την οδύνη
παρέσυρε και μένα σε μια δίνη
του ποταμού που λέγεται ζωή
που παρασύρει στο διάβα του ότι βρει.
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 10/12/2003
Ηρθε ο Klaus!
Ηρθες και μούφερες το φως της Γερμανίας
Τα κοκαλιάρικά μου χέρια ζέστανες
Η μυρωδιά σου παλιά μου γνωριμία
Τα μάτια σου διάφανα μες το σκοτάδι
τη θαλπωρή σου ένοιωσα σαν χάδι
ο πρώτος έρωτάς μου έχει περάσει
τώρα αγάπη φωλιάζει στην καρδιά μου
νιώθω το σώμα μου νάχει γεράσει
της αγωνίας την αναπνοή κρατώ
μα που και που από συνήθεια ρωτώ
και τις παλιές αναμνήσεις αποζητώ
Τώρα το ξέρω θάμαι πάλι μονη
μα εγώ κρατώ γερά στο χέρι της Ζωής μου το τιμόνι
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 12/12/2003
Λειωμένα σώματα απογυμνωμένα
επάνω στασπρα τους σεντόνια σέρνονται
του κάκου ψάχνονται υγεία για να βρούνε
και το καθένα τους έχουν πολλά να πούνε
αφήνονται στου πόνου το κρεβάτι
έχοντας στο νου τη λέξη υπομονή
ακούγοντας προσεκτικά την κάθε συμβουλή
Βαθύτερα αισθήματα αγάπης
που νιώθεις για καθένα απ αυτά
χωρίς να ξεχωρίζεις το δικό σου
τα σώματα με τις ψυχές τους μέσα
Όλα τους περιμένουν ένα θαύμα
Για να τους βγάλει απ την άπειρη αγωνία
Σε μερικούς κορμούς αγάπης
Ο χάρος περιμένει στη γωνία
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 14/12/2003
(Οταν πέθανε μια γιαγιά στο διπλανό της κρεβάτι)
Σκελετωμένα σώματα συντρίμμια
στου πόνου το κρεβάτι ξαπλωμένα
ύπουλα καρτερεί ο χάρος.
Πως ήταν κάποτε αυτά τα σώματα
με τα χιλιάδες τους βιώματα;
Σέρνονται τώρα μες το χρόνο άσκοπα
βιώνοντας το αύριο το τώρα και το χθες
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 12/12/2003
(24 χρόνια από το θάνατο της μητέρας μας, δεν της τον θύμησα για να μην κάνει δυσάρεστους συνειρμούς. Ομως αυτή το θυμήθηκε.)
Η Μανούλα μας!
Η μανούλα μας στου πόνου το κρεβάτι
πόσο τη νιώθω και τη σέβομαι
Πολλές φορές ήρθες στη σκέψη μου γλυκιά μου
για ν απαλύνεις της τραγωδίας μου το δράμα
μου λείπεις κάθε μέρα πιο πολύ
θυμάμαι το γλυκό σου το φιλί
πόσο με γλύκαινες με τα απαλό σου χάδι
οταν καθόσουν δίπλα μου το βράδυ
καρτερικά περίμενες
στου πυρετού μου το άσπρο μαξιλάρι.
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 15/12/2003
Πόση αγάπη έχεις νοιώσει από τον κόσμο
του άπειρου τη γνώση εδοκίμασες
ωρίμασες τρομάζοντας στον πόνο
της μοναξιάς το δρόμο που ξεκίνησες
Πολλές χαρές μελαγχολίες και ξενύχτια
τόσες πολλές που γίνανε συνήθεια
κάθε τι ήτανε μόνιμη καθημερινότητα
Μη μου μιλάτε γι ακρογιάλα ξένα
μη μου σκορπίζετε το νου στα περασμένα
περάσαν φύγαν σαν πουλιά
κι οι σκέψεις αιωρούνται στον αιθέρα
στην καθημερινότητα αναπολούν τη γιατρειά
Τώρα η ζωή είναι αστείρευτη πηγή
το νέκταρ απολαμβάνω κάθε μέρα
που τρύγος έγινε στις άγνοιας το φιλί
Στο αγκάλιασμά σου έχω μάθει να ξεχνώ
και τη φιλία μας ν απολαμβάνω πέρα ως πέρα
γιατί αγνά αισθήματα ξυπνώ
που μόνο η αγάπη ανακαλύπτει
Όταν ήταν στο νοσοκομείο μου ζήτησε να της βρώ ένα γράμμα που μου είχε στείλει το Πάσχα του 1999 από τη Γερμανία. Ηθελε να το επεξεργαστεί για να το δημοσιεύσει σε ένα έντυπο της Πάρου που της είχαν ζητήσει συνεργασία.
Μου είπε ότι είχε πάει στο Braunschweig σε μια γιορτή των Ελλήνων για το Πάσχα. Όταν έφευγε, ρώτησε ένα Ελληνα πόσα χρόνια έχεις να πας στην Ελλάδα 15, ένα άλλο 25 είπε κλαίγοντας, και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση, ε όχι θα γυρίσω το γρηγορότερο και μόνιμα στην Ελλάδα!
Το γράμμα, δώδεκα τόσες σελίδες, σε στυλ θεατρικού έργου γραμμένο, το βρήκα, και το αντιγράφω παρακάτω, όπως ήταν γραμμένο, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί ούτε θέλησε να της το διαβάσω δεν άντεχε τόση συγκίνηση, μου το είχε γράψει όταν τους κάλεσα να έρθουν στη Δροσιά να ψήσουμε οικογενειακώς το αρνί του Πάσχα του 1999.
Πάσχα!
Μια αυλή από μπετόν έξη άνθρωποι μεσόκοποι κάθονται κάτω από μια τέντα και γυρίζουν πέντε σουβλιστά αρνιά.
Μια Ελληνίδα καλοντυμένη με ένα ξανθό παιδί 12 χρόνων μπαίνουν όλο περιέργεια στην αυλή. Η μυρωδιά από τα σουβλιστά αρνιά τους κτυπούν κατευθείαν στη μύτη. Ο νεαρός ξανθός στρουμπουλός σκάει ένα χαμόγελο, αυτό ήταν λοιπόν που είχε φανταστεί.
Τα βλέμματα των σουβλατζήδων πέφτουν κατ ευθείαν επάνω τους και η Ελληνίδα σκάει χαμόγελο όχι τόσο για τα αρνιά αλλά γι αυτά τα πανέμορφα μελαγχολικά μαύρα μάτια για τα μουστάκια του για τα χοντροκομμένα χέρια του που μυρίζουν σούβλα και είναι ροζιασμένα απ΄ τα εργοστάσια της Γερμανίας! Αυτόν ήθελε να γνωρίσει. Αυτή η μορφωμένη βουτηγμένη τα τελευταία 10 χρόνια στην κάπνα της απλής ζωής δεν τη πειράζει καθόλου να κάτσει και να γυρίσει τη σούβλα. Προτρέπει και το 12 χρονο Γερμανό κι αυτός με τρεχάμενα τα σάλια του απολαμβάνει το ΑΡΩΜΑ απ΄ τ΄ αρνιά, από Ελλάδα του 1950.
ΚΑΤΩ απ΄ τ΄ αρνιά έχουν βάλει λαμαρίνες για να μην λερώσουν την πεντακάθαρη Γερμανία! Δυο λαμαρίνες μια κάτω απ΄ το στήθος των αρνιών και μια κάτω από τα σκέλια!
Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά , χαιρετά η Ελληνίδα όλους, ακολουθεί και ο νεαρός.
Αρχίζουν οι ερωτήσεις! Από πού είσαστε που μένετε? Είσθε Ελληνίδα ! Είμαι Κρητικιά όσο και εγωιστικό κι αν ακούγεται όμως πολύ περήφανη! Μένω στα σύνορα από Ανατολική Γερμανία αλλά δυστυχώς από τη δυτική πλευρά. Και έρχεσαι από τόσο μακριά? Ναι θέλω να σας γνωρίσω θέλω να μιλήσω Ελληνικά με Ελληνες. Τα μάτια αρχίζουν να σπιθοβολούν. Τα αυτιά ανοίγουν λίγα εκατοστά προς τα πλάγια! Βάλε ρε Γιωργίκα Ελληνική μουσική, δυνατά ρε πιο δυνατά.
Ακολουθεί ένα ανέκδοτο και επειδή ήταν λίγο σόκιν ζητούν συγνώμη και για να τους ενθαρρύνω:
ωραία ρε παιδιά τέτοια θέλω ν ακούω για να αισθανθώ μέσα στα ρούχα μου!
Είναι γιος σου ο μικρός όχι είναι γιος φίλης μου και επειδή είχαμε πάει στην Ελλάδα ξέρει κάτι λίγο από μας, μας έφερε η μάνα του δεν έχω αυτοκίνητο.
Ξαφνικά ακούω ένα ρεμπέτικο, αφήνω τη σούβλα, τρέχει ο μουστακαλής την παίρνει αμέσως για να μην καεί τ αρνί. Σηκώνομαι και αρχίζω δειλά δειλά βήματα με σκυμμένο το σώμα η καμπούρα μου διακρίνεται ευκρινώς κάνει και ωραίο καιρό!
Ναι σήμερα είναι για μας για τη Λαμπρή. Χορεύω και όλη η κομπανία των σουβλατζήδων με παρακολουθεί. Κάνω και μια στροφή φωνάζουν.
Ανοίγομαι φωνάζω άιντε! και ένα βαθύτατο ΩΧ βγαίνει από τα σωθικά μου όλοι χορεύουν μαζί μου μόνο κοιτάζοντας με, που και που ρίχνω και ένα βλέμμα μήπως και τους κακοφανεί ο χορός μου ή μήπως τους προσβάλει. Ρε Κρητικοπούλα είσαι πολύ πικραμένη. Δεν απαντώ. Ο νεαρούλης Γερμανός έχει αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο απ τη φωτιά, του φωνάζω Παύλε έλα να πιούμε κάτι. Ενα υπαίθριο μπαρ μας προσφέρει στο νεαρό Κόκα Κόλα σε μένα ήταν διστακτικός ένας ασπρομάλλης Ελληνας με κουστούμι μαύρο και τελικά λέει για σας νερό? Ναι του λέω απορημένη για την τόση του καρδιά. Με κατάλαβε ίσως κι από το ντύσιμο μου. Λινή φούστα μακριά, ακριβά ορειβατικά παπούτσια . Κι από πάνω φορώ ένα παραδοσιακό τρίχινο σακάκι κι αυτό ακριβό αλλά μου το χάρισε ένας που το είχε από παιδί. Παίρνομε με τον Παύλο ένα πάγκο και τον μεταφέρομε κοντά στ αρνιά, έτσι που ο αέρας να μη μας στέλνει τον καπνό. Σ ένα τραπέζι μπριζόλες για τους εργαζόμενους. Κόβω ένα κομμάτι δίνω πρώτα στον πιτσιρικά αυτός σκάει χαμόγελα πεινάμε τους φωνάζω, φάτε φάτε λένε. Αρχίζουν πάλι να με ρωτάνε. Τους λέω ότι ζω στη Γερμανία χωρίς ηλεκτρικό και χωρίς τρεχούμενο νερό! Δεν το πιστεύουν αμφίβολα βλέμματα πέφτουν πάνω μου. Τους λέω έχω αρχίσει να μαθαίνω γερμανική διάλεκτο (plat Deutsch) χαμογελάνε.
Μας ξαναδίνουν να γυρίσουμε σούβλα. Η μυρωδιά του λιωμένου λίπους πάνω στα κάρβουνα μου φέρνει αναγούλα το καταλαβαίνει ο μπάρμπας από τον Πόντο και ρίχνει ρίγανη στα κάρβουνα. Σκέφτομαι ότι αυτοί οι απλοί άνθρωποι φέρονται όπως εμείς στο Mattierzoll εκεί που ζούμε. Με αγάπη όλοι φωνάζουν ο Πόντιος, ο Πόντιος να μας πει ένα ανέκδοτο για Πόντιους. Φωνάζω και γώ: Ναι και γω ξέρω! Γυρίζουν όλοι και με κοιτούν απορημένοι. Πέτο φωνάζει ένας. Ο Πόντιος έρχεται και κάθεται δίπλα μου, τον αγκαλιάζω, αφήνει στον πάγκο το πινέλο με το λάδι που πασαλείβει τα αρνιά.
Γιατί ένας Πόντιος όταν οδηγεί αυτοκίνητο έχει τους καθαριστήρες απ τη μέσα μεριά?
Αναρωτιούνται γιατί? Γιατί? Ο νεαρός δίπλα μου, μου τραβάει το σακάκι δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω! Γιατί? Γιατί? Επειδή οδηγεί έτσι! Κάθομαι στη θέση του οδηγού παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου το γυρνώ δεξιά αριστερά και με τα πόδια μου πατάω τα πετάλια και με τα χείλια μου φωνάζω φτύνοντας πρρρ, μπρρρ! Ετσι τα σάλια μου πετάγονται στο τζάμι του αυτοκινήτου και με τα χέρια μου κάνω τους καθαριστήρες. Ξεσπάνε όλοι σε δυνατά γέλια. Μπράβο Μπράβο ωραίο. Ισως προσβεβλημένος ο Πόντιος λέει! Τώρα θα σας πω εγώ ένα! Ο Γιωργίκας και ο Κωστίκας κάθονται δίπλα δίπλα. Λέει ο Γιωργίκας ρε συ πως θα πάω στη Γερμανία αφού δεν ξέρω τη γλώσσα! Α! είναι απλό απαντά ο Κωστίκας θα τα λες όλα αργά αργά και αυτοί θα σε καταλάβουνε! Ωραία έφυγε χαρούμενος ο Γιωργίκας. Όταν έφθασε στη Γερμανία σταμάτησε ένα ταξί μπαίνει μέσα και λέει στον ταξιτζή Κ Α Λ Η Μ Ε Ρ Α!
Κ Α Λ Η Μ Ε Ρ Α Α Α! του απαντάει ό ταξιτζής.
Τ Ι Κ Α Ν Ε Ι Σ ?
ΚΑΛΑ…….ο Γιωργίκας παραξενεμένος του λέει ρε συ Ελληνας είσαι, ναι λέει ο ταξιτζής και γιατί μιλάμε γερμανικά ας μιλήσουμε καλύτερα Ελληνικά. Ολοι ξεσπούν στα γέλια. Ο νεαρούλης δίπλα μου με σκουντά πες μου πες μου. Του εξηγώ το ανέκδοτο αλλά δεν μπορεί να καταλάβει!
Ερχεται κόσμος πολύς κόσμος καλοντυμένοι με αλυσίδες χρυσές και γυαλιστερά παπούτσια με κουστούμια και μαλλιά από κομμωτήριο. Η παρέα των σουβλατζήδων μερακλώνεται αρχίζουν κάποιο παλιό τραγουδάκι! Το σιγοντάρω! Μόλις τελειώνει αρχίζω Πριν το χάραμα μονάχος. Ενθουσιάζονται Α ρε Κρητικοπούλα. Ο πρόεδρος είναι χημικός με πλησιάζει και μου λέει. Εχουμε μια κομπανία που τραγουδάμε και χορεύουμε! Μένω μακριά δεν μπορώ να έρχομαι 50 χιλιόμετρα! Σοβαρά? Δεν έχεις αυτοκίνητο? Όχι , θα βρεθεί τρόπος. Ο νεαρός σηκώνεται πεινάει τρέχει και παίρνει ένα πιάτο γεμάτο πατάτες φούρνου. Εγώ είχα προηγουμένως δοκιμάσει μια πατάτα από μια γυναίκα που τις έφερνε με ένα ταψί. Του λέω Παύλε μη φας γιατί έτσι το αρνί θα σου αρέσει περισσότερο αργότερα. Δεν με άκουγε καταβρόχθιζε! Ένα μικρό παιδί 2 χρονών ήρθε και του κοιτούσε το πιάτο με λαιμαργία. Εκοψα με το χέρι μου λίγη πατάτα και του την έδωσα. Το παιδί κόλλησε επάνω μου, το τάιζα συνέχεια ήταν και χοντρούλης με γαλάζια μάτια. Ελληνας είναι? Ρώτησα. Ναι έχω τρια παιδιά, να σας ζήσουν, χαμόγελο ευτυχίας! Εσεις έχετε παιδιά όχι αλλά τ αγαπάω πολύ. Το βλέπω είπε και πάλι ξαφνικά ένα παλιό ρεμπέτικο «ΤΑ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΑ» Τίποτα δεν με κρατούσε σηκώθηκα και ήμουν η μόνη που σηκώθηκα και χαλάρωσα και βούρκωσα και ζάρωσα και έσκυψα και χτύπησα τη γερμανική γη και την έβρεξα με δάκρυα χαράς και λύπης! Ολοι κοιτούσαν παράξενα σχεδόν είχε γίνει το πρώτο αρνί και ευτυχώς που είχα το φιλαράκι μου τον Παύλο είδε μερικούς να το σηκώνουν από τη σούβλα και να το μεταφέρουν. Εγώ δεν τόχα δει , είδα μόνο δυο βουρκωμένα γεροντικά μάτια να με κοιτάζουν και να μου φωνάζουν πόσο χρονώ είσαι. Είπα 55 το 44 γεννήθηκα και απάντησε: γι αυτό! και ο μεσόκοπος από την Καβάλα χειροκρότησε το χορό μου, το τραγούδι μου, το ανάστημά μου που είχε υψώσει κατά 10 εκατοστά. Ομως φαίνεσαι νεότερη. Ναι ξέρω είναι επειδή μαγειρεύω με ξύλα και κοιμάμαι λόγω έλλειψης ηλεκτρικού νωρίς! Ομως μέσα μου βαθιά, μέσα μου είμαι χαρούμενη, Ο Παύλος άρχισε να με τραβάει να πάμε στο ταμείο για τ αρνί. Του είχα πει ραμμένη ξεκομμένη ότι το Πασχαλινό αρνί θα το πλήρωνα εγώ, 12 γερμανικά μάρκα 3500 δρχ με σαλάτα μαρούλι και τζατζίκι και πατάτες και ψωμί. Φθηνό πολύ φθηνό για να χορτάσουν όλα τα πεινασμένα στόματα!
Ολοι ήταν ανυπόμονοι ενώ αρνί ήταν το μοναδικό που κατέβαινε απ τη σούβλα θέλανε όλοι να προλάβουνε να φάνε Ελλάδα, Πατρίδα, χωριό.
Επιτέλους άρχισαν να γεμίζουν τα πιάτα πήραμε τα πρώτα. Ο φιλαράκος μου ήξερε καλά από φαΐ γιατί ο πατέρας του είναι ο γιατρός του χωριού μας και τρώνε συχνά αρνί. Ζήτησε δυο πιάτα το ένα χωρίς τζατζίκι νόμισαν ότι ήταν το δικό μου και έβαλαν μέσα μια καταπληκτική μερίδα από πόδι, στο άλλο βάλανε παϊδάκια για γλείψιμο!
Κάτσαμε και το χαρήκαμε λέω στο φίλο μου Παύλε με τα χέρια θα το φχαριστηθείς περισσότερο και αναφώνησε και τούδωσε να καταλάβει .
Στο διπλανό τραπέζι απ αριστερά μας καθίσανε καλοφαγάδες με χρυσά ρολόγια καιφαγητά σε σακούλες με ταμπέλες ακριβών εστιατορίων. Εμείς φωνάζαμε ωραίο Α! Ωραίο. Και τι νόστιμο και τι τραγανό λέει ο Παύλος. Επειδή αυτός δεν είχε τραγανό τούδωσα κι απ το δικό μου κι ας ήτανε λιγότερο. Οι διπλανοί τρέξανε και πήρανε ένα ακριβό κρασί από την Κρήτη. Μου άνοιξαν τα ρουθούνια. Μέχρις εκεί μούρθε να τους ζητήσω ένα ποτηράκι, όχι όμως χίλιες φορές όχι είναι το μυστικό μου το αγαπημένο μου και το ονειρευτό. Ισως το πιω στην Κρήτη το καλοκαίρι. Φάγαμε τ αρνί μιλήσαμε με τους διπλανούς μας στο τραπέζι Από το ζερβί το χέρι ήταν ένα ζευγάρι γερμανών που αγαπά πολύ την Ελλάδα μας. Ο άνδρας μένει στην Ηπειρο και ήθελε πολύ να έρθει στην Ελληνική κοινότητα για να περάσει Πάσχα. Είναι 15 χρόνια στην Ελλάδα. Μου εξιστόρησε για τους γείτονές του πόσο τον αγαπούν και όταν γυρίσει μαζεύεται όλο το χωριό για να τον προϋπαντήσουν. Ισως να είναι και για μένα το ίδιο με το χωριό μου στο Mattierzoll. Τσουγκρίσαμε τα κατακόκκινα αυγά και είπαμε τα χρόνια πολλά. Ο φίλος μου ο Παύλος καταβρόχθισε και το δικό μου αυγό. Χριστός Ανέστη Αληθώς Ανέστη.
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕΜΑΘΕΣ ΝΑ ΠΟΝΩ ΚΑΙ ΝΑΓΑΠΩ
Σας ζηλεύω ρε που σουβλίσατε αρνί οικογενειακώς!
Σας γλυκοφιλώ όλους σας
Σήμερα τραγούδησα όλα τα Ελληνικά τραγούδια που ξέρω!
Γέμισε η κουζίνα μου ΕΛΛΑΔΑ.
ΥΓ. ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΙΤΣΑ ΜΑΣ
Το παρακάτω κείμενο το βρήκα γραμμένο στα χαρτιά της.
Εχω να παρατηρήσω ότι τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Ο πατέρας μας ένας πανέξυπνος άνθρωπος με Πανεπιστημιακή μόρφωση (Γεωπόνος) με πολλούς αγώνες στη ζωή του που εύκολα μπορεί να δει κανείς από τα απομνημονεύματά του, στα 84 χρόνια του άρχισε να παθαίνει κρίσεις αμνησίας όταν κουραζόταν πολύ ή όταν ταραζόταν.
Είναι πολύ οδυνηρό να βλέπεις ένα τέτοιο άνθρωπο να καταρρέει σιγά σιγά.
Οσο ζούσε ο πεθερός μου ο Νίκος Οικονόμου μαζί με τον πατέρα μου κάθε Πάσχα έκαναν το σουβλιστό αρνί στη Δροσιά στην αυλή του σπιτιού μας. Εκεί μαζευόμαστε όλοι οι στενοί συγγενείς με την οικογένεια του Μανόλη Μαυρογένη Διοικητή του ΟΤΕ.
Στην Κρήτη δεν σουβλίζουν το Πάσχα αρνιά αλλά κάνουν κάτι πολύ ωραίες τυροκρεατόπιτες στο φούρνο. Ο πατέρας λοιπόν της Ζωής ήταν μεγάλος μάστορας στο ψήσιμο του αρνιού και από αυτόν έμαθε και ο πατέρας μου και έγινε και αυτός πολύ καλός μάστορας.
Μετά το θάνατο του πεθερού μου ο πατέρας μας αγόραζε το αρνί, πάντα θηλυκό κατσίκι γύρω στα 12 κιλά και το έψηνε είτε στο σπίτι μας είτε στο σπίτι του Τάσου στο σκάλωμα.
Όταν ήταν λοιπόν 84 ετών πήγαμε στο σκάλωμα και ο πατέρας έψησε το αρνί, αλλά κουράστηκε πολύ ήταν άλλωστε αρκετά μεγάλος. Στην επιστροφή μέσα στο αυτοκίνητό μου καθόταν μπροστά και πίσω καθόταν η γυναίκα του η Ελένη, η Ζωή και η Ισαβέλλα όταν ξαφνικά απευθυνόμενος σε μένα μου λέει: Ποιες είναι οι κοπελιές που κάθονται πίσω;
Το σοκ που υπέστην ήταν τρομερό. Σε λίγο συνήλθε και δεν έτρεχε τίποτα. Μετά από τρεις μήνες, έκανε λάθος στην ώρα, ενώ ήταν 6 το απόγευμα νόμισε ότι ήταν 6 το πρωί. Συνήθιζε, από 30 χρόνων να σηκώνεται στις 6 το πρωί να κάνει μισή ώρα έντονη σουηδική γυμναστική, μετά εντελώς κρύο ντους να ντύνεται και να πηγαίνει για δυο ώρες με τα πόδια ένα περίπου χιλιόμετρο στον Υμηττό στις κόρες του όπως έλεγε, στις μέλισσές του. Αφού τις έψαχνε όλες, πάντα χωρίς μάσκα αφού είχε συνηθίσει το κέντρωμα και δεν τον ενοχλούσε, γύριζε πίσω στο σπίτι του.
Παλιότερα μέχρι τα ογδόντα του πήγαινε κάθε μέρα χειμώνα καλοκαίρι στο Καλαμάκι για μπάνιο μια που ήταν χειμερινός κολυμβητής.
Τέλος του 1992 ξεκίνησε να έρθει στη Δροσιά. Το δρομολόγιο ήταν με τα πόδια από Ζωγράφου στα Ηλύσια και μετά με το λεωφορείο στη Δροσιά. Ξεκίνησε πάλι ανάποδα απόγευμα αντί πρωί. Στο Μαρούσι είχε σκοτεινιάσει, κατέβηκε στην πλατεία και δεν ήξερε τι να κάνει ούτε ποιος είναι. Κάποιος τον οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα που ήταν απέναντι. Κατά τις δέκα το βράδυ με πήραν τηλέφωνο από το αστυνομικό τμήμα και μου είπαν έχομε εδώ τον Γεώργιο Μαυρογένη Του Βασιλείου μήπως τον γνωρίζετε; Είχαν δει την ταυτότητά του, έψαξαν τον τηλεφωνικό κατάλογο και πήραν τηλέφωνο μήπως βρουν άκρη εγώ έπαθα σοκ γιατί τα ίδια στοιχεία ήταν του γιου μου του Γιώργη. Μα τι έκανε ρώτησα και η απάντηση να ο παππούς χάθηκε. Τότε κατάλαβα. Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί τον βρήκα, με γνώρισε αμέσως, πάντα με γνώριζε, ευχαρίστησα τους αστυνομικούς που τον βοήθησαν και τον πήρα να τον πάω σπίτι του. Στο δρόμο ήταν έξαλλος ήθελε να κάνει μήνυση στους αστυνομικούς που….τον έψαξαν για να βρουν την ταυτότητά του.
Το Πάσχα του 1993 (86 χρόνων πια) θα ερχόταν στη Δροσιά, παραμονή Πάσχα, για να προετοιμάσει το αρνί. Πήρε ταξί αλλά μέχρι να έρθει ξέχασε τη διεύθυνσή μας και ταλαιπωρήθηκε κάμποση ώρα ψάχνοντας με το ταξί. Τελικά τη βρήκε αλλά έβαλε τα κλάματα.
Ηταν πολύ οδυνηρό να βλέπεις που μπορεί να φθάσει κανείς. Αυτός ο άνθρωπος που ήξερε τόσα πράγματα, που στην Κρήτη ήταν διευθυντής Γεωργικής σχολής με προσωπικό διακοσίων ατόμων, που μετά τη σύνταξή του κάναμε μαζί δυο πολυκατοικίες, με αυτόν επί τόπου γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος στον ΟΤΕ, που έπαιρνε κάθε πρωί τα εγγόνια του και τα πήγαινε βόλτα και μια φορά τη βδομάδα σε Θέατρο, στο Ηρώδειο να αργοπεθαίνει πνευματικά αλλά σωματικά να είναι ακμαιότατος.
Το Αύγουστο του 1993 ξεκίνησε να πάει στις 6 το απόγευμα νομίζοντας πάλι ότι είναι πρωί, στις μέλισσες. Πέρασε από το Νεκροταφείο Ζωγράφου και εκεί δίπλα ήταν οι μέλισσες. Νύχτωσε και σοκαρίστηκε, δεν ήξερε τι να κάνει οι πόρτες του Νεκροταφείου είχαν κλείσει. Φυσικά όπως όλοι οι χωριανοί του δεν φοβόταν τους πεθαμένους. Σε κάποιο νεοσκαμένο τάφο με πολλά στέφανα μάζεψε μερικές κορδέλες και έκατσε απάνω όπου τον πήρε …….. ο ύπνος. Το βράδυ στις 12 μας πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του στην Ανάβυσσο και μας είπε ότι χάθηκε ο πατέρας μας. Κατεβήκαμε αμέσως στην Αθήνα πήγα με τη Ζωή στο Νεκροταφείο, γύρω στις μία και μισή το βράδυ. Ανέβηκα σε ένα δέντρο και πήδηξα μέσα στο Νεκροταφείο, ούτε εγώ φοβάμαι τους πεθαμένους. Η Ζωή δεν δέχτηκε να μείνει στο αυτοκίνητο έξω από το Νεκροταφείο τη βοήθησα λοιπόν να πηδήξει και αυτή μέσα. Πήγαμε στις μέλισσες ψάξαμε παντού από όπου πιθανολογήσαμε ότι θα μπορούσε να έχει περάσει αλλά δεν τον βρήκαμε. Πήγαμε στην Αστυνομία και μας είπαν ότι πρέπει μετά 24 ώρες να δηλώσουμε την εξαφάνιση.
Γυρίσαμε στις τρις το πρωί στο σπίτι του και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κατά τις τρεισήμισι εμφανίστηκε χαμογελώντας και λέγοντάς μας ότι τον πήρε ο ύπνος.
Στα 87 του το 1994 τον Απρίλη ξεκίνησε να έρθει στη Δροσιά, αγαπούσε πολύ τη Ζωή, του άρεσε να κάνει αγροτικές δουλειές στο οικόπεδο στη Δροσιά. Κατά τα συνηθισμένα ξεκίνησε από του Ζωγράφου με τα πόδια προς τα Ηλύσια για να πάρει το λεωφορείο. Στο δρόμο του έπεσαν τα γυαλιά και τα πάτησε. Αυτό ήταν έπαθε σοκ και ξέχασε τα πάντα. Κάποιος τον είδε που έκλεγε και τον βοήθησε. Είδε στο μέσα μέρος του σακακιού του γραμμένα όνομα και τηλέφωνο και τηλεφώνησε στη γυναίκα του η οποία πήρε ταξί και τον γύρισε στο σπίτι.
Κάποιος γιατρός είπε στη γυναίκα του να μην τον αφήνει να βγαίνει μόνος του από το σπίτι. Ετσι αυτή κλείδωσε την πόρτα και έκρυψε το κλειδί. Πως είναι δυνατό όμως ένα άνθρωπο ζωντανό με τόσα ενδιαφέροντα να τον φυλακίσεις; Είχε ξαναμπεί φυλακή στα πέτρινα χρόνια σαν ανιψιός του στρατηγού Μανόλη Μάντακα αρχηγού του ΕΛΑΣ και του μόνου που επαναστάτησε κατά της δικτατορίας του Μεταξά
Από μερικά χρόνια δεν άκουγε καλά. Είχε αρχίσει να μη βλέπει μικροαντικείμενα όπως π.χ. τα αυγά των μελισσών, πράγμα απαραίτητο σε ένα μελισσοκόμο γιατί από αυτό καταλαβαίνει αν το μελίσσι είναι υγιές. Δεν ,μπορούσε να γράφει άρθρα σε μελισσοκομικά και γεωργικά περιοδικά που συνεργαζόταν. Μερικές φορές μου υπαγόρευε και του τα έγραφα στη γραφομηχανή. Η κατάσταση αυτή τον έκανε επιθετικό.
Σηκώθηκε ένα πρωί και θέλησε να πάει στις κόρες του, Εγώ ήμουν στον Αγιο Νικόλαο στην Ανάβυσσο όπου έκανα το συγκρότημα με τα 14 σπίτια. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, έγινε έξαλλος πήρε ένα μαχαίρι και κυνηγούσε τη γυναίκα του. Αυτή σε συνεννόηση με ένα ψυχίατρο και τη βοήθεια του αδελφού μου επιβίβασαν με τη βία και πολλή δυσκολία σε ένα ταξί τον πατέρα και τον πήγαν στο Υγεία. Αμέσως οι σπουδαίοι γιατροί μας του έδωσαν πολύ ισχυρά αντικαταθλιπτικά με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς σε βαθύ ύπνο. Μια στιγμή που ήταν ξύπνιος σηκώθηκε και κυνηγούσε τους πάντες για να φύγει και να πάει στο σπίτι του. Το μόνο σπίτι που κατάφερε να κάνει στη ζωή του αφού πήρε σύνταξη και αυτό με δάνειο. Που να έβρισκε νωρίτερα λεφτά που τα ξόδευε για να κάνει μηχανικούς και τα τρία παιδιά του.
Άλλη μια στιγμή που ήταν μισοξύπνιος και είδε το Γιώργη (τον συνώνυμο του) που τον υπεραγαπούσε, ήταν και το πρώτο αρσενικό εγγόνι που έφερε το σπουδαίο όνομά του, του ρώτησε αν έχει το αυτοκίνητό του εκεί και του ζήτησε να τον πάρει από το Νοσοκομείο. Αμέσως του έκανα ένεση και ξανάπεσε σε λήθαργο. Μετά δέκα μέρες στο Υγεία και αφού εξάντλησαν όλες τις εξετάσεις που μπορούσαν να κάνουν μας λένε να τον πάρομε. Άλλωστε δεν είχαν να κάνουν άλλες εξετάσεις και το κρεβάτι χρειαζόταν για να μπει άλλος να κάνει εξετάσεις να βγάλει λεφτά το Νοσοκομείο. Το Νοσοκομείο δεν είναι ξενοδοχείο!!!
Τον πήραμε σε κατάσταση λήθαργου και τον πήγαμε σε ένα ακριβό γηροκομείο μέχρι να δούμε τι θα κάνομε. Η γυναίκα του δεν τον ήθελε στο σπίτι γιατί τον φοβόταν μην τη σφάξει. Σε πέντε μέρες (19/4/1994) πέθανε από ανεπάρκεια του αναπνευστικού που προήλθε από τα αντικαταθλιπτικά που του έδιναν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι για να τον έχουν υπό έλεγχο!!! Η κηδεία έγινε στο νεκροταφείο Ζωγράφου και κατά περίεργη σύμπτωση ο τάφος του ήταν 20 μέτρα από τα μελίσσια του.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν η Ισαβέλλα έγραψε το κείμενο που ακολουθεί και επόμενο ήταν να εκφραστεί με τον τρόπο που εκφράζεται.
Σημειώνω εδώ ότι μετά το θάνατο της Ισαβέλλας βρήκα ένα σωρό ημερολόγια με σκίτσα και περιγραφές με χρονογραφήματα που τα κρατούσε για τον εαυτό της. επίσης είχε ζωγραφίσει τα τελευταία δυο χρόνια γύρω στους εκατό πενήντα ζωγραφικούς πίνακες, αρκετοί αξιόλογοι, που τους είχε κορνιζώσει και δεν πρόλαβε να τους δει στην έκθεση που είχε σχεδιάσει στην Πάρο και που την έκαναν οι φίλοι της όταν ήταν ακόμη στο Νοσοκομείο. Δεν είχε πουλήσει ποτέ πίνακα ούτε είχε χαρίσει σε κανένα. Μετά το θάνατό της τους μοιραστήκαμε με τον Τάσο και δώσαμε και σε όλους τους φίλους της από ένα πίνακα.
Ζητώ οικογένεια ή Ζήτω η οικογένεια.
Λέγομαι Γεώργιος Μαυρογένης και είμαι 87 χρονών, έχω περάσει πολλά στη ζωή μου, μεταξύ των άλλων έχω ζήσει τρεις πολέμους, τον πόλεμο των Γερμανών, τον ανταρτοπόλεμο όπου μπήκα και φυλακή και τώρα ζω τον πόλεμο των ανθρώπων που δεν έχω που να πάω που δεν με θέλει κανείς που είμαι πεταμένος σένα ακριβό γηροκομείο που όπου και αν κοιτάζω εδώ μέσα βλέπω ναυαγισμένα κορμιά ίδια σαν και μένα. Η διαφορά είναι ότι εγώ ήμουν ένας ήρωας της ζωής ενώ οι άλλοι έχουν πάθει την πλάκα τους και τα έχουνε χαμένα.
Μια γυναίκα καθόταν δίπλα στην πόρτα τα ρούχα της καθαρά σένα ευάερο και ευήλιο κλουβί, περίμενε λέει να την πάρουν σπίτι της.
Δίπλα μια πανέμορφη γυναίκα με ολόλευκο δέρμα καλής οικογένειας, φαινότανε, αυτό δεν κρύβεται. Παραδίπλα ένας δήμιος όρθιος με μια πέτσινη ποδιά , τα χέρια απλωμένα έτσι ώστε να δείχνει σπουδαίος, μάλλον φοβότανε. Οίκος ευγηρίας λοιπόν.
Η διευθύντρια μιλούσε γαλλικά όρσε λοιπόν και όσοι έχουν γάλλους υπερήλικες στα σπίτια τους. Εκεί να τους πάνε για να μην ξεχνάνε και τη γλώσσα τους.
Σήμερα με έφεραν και εμένα εδώ. Ημουν στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ όπου με άφησαν 15 μέρες να έχω στοματίτιδα και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να με κοιτάξει στα μάτια αλλά ούτε στο στόμα όπου δεν μπορούσα ν αρθρώσω λέξη βλέπεις εγώ δε βλέπω και δεν ακούω καλά αλλά μέχρι τώρα μιλούσα. Όμως και αυτόν τον λίγο το λόγο τον μπερδεύω. Εμένα που δε με βλέπετε είμαι πατέρας τριών παιδιών και έχω και μια θαυμάσια γυναίκα 30 χρόνια νεώτερή μου που παντρεύτηκα γιατί νόμισα ότι θα εξασφαλίσω τα γηρατειά μου. Οι ανασφάλειες που έχω λόγω των πολλών βασάνων που έχω περάσει με έκαναν επιθετικό. Ηθελα να ορμήσω και όλους να τους σκοτώσω. Ασε που πιο πολύ φοβόμουνα, φοβόμουνα τον εαυτό μου γιατί η ζωή ποτέ δε μου άρεσε δηλαδή τι να μ αρέσει. Επειδή δούλευα όλη μου τη ζωή να σπουδάσω αυτούς τους μπάσταρδους (ο τρόπος του λέγειν) και τώρα να με κλείσουν σ αυτό το κλουβί φρενοκομείου όπου βλέπεις μόνο δυστυχείς υπάρξεις; ή γιατί με βοήθησαν οι άνθρωποι όπως εγώ συνέχεια τους βοηθούσα; Πάρτε το χαμπάρι φίλοι μου ανθρωπάκια, για όλους είναι η ίδια μοίρα αλλά πριν μπούμε στο χώμα έχει πολλά ακόμα η σκούφια μας να ζήσει. Λένε ότι είμαι ανίατος, ε βέβαια αφού ούτε μιλώ ούτε βλέπω ούτε ακούω τι θα νομίζατε ότι θα έπρεπε να κάνω. Να σηκωθώ και να χορεύω τσιφτετέλι; Πόσες φορές έχω σκεφθεί την πατρίδα μου την Κρήτη. Το μυαλό μου όμως όλο γυρίζει στον πόλεμο στην Αλβανία. Εκεί έχω ζήσει τους περισσότερους φόβους μου, που φίλαγα μια αποθήκη με τρόφιμα και που οι στρατιώτες ερχόντουσαν για ένα τσιγάρο για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Η πρώτη μου γυναίκα με τα παιδιά μόνη στην Κρήτη ήταν καλή γυναίκα είχε μόνο ένα ελάττωμα. Ηθελε να με μορφώσει για να κάνει καλύτερη οικογένεια. Εγώ σαν χωριάτης ο βλάκας μορφώθηκα αν και τα γαλλικά μου πέφτανε κομμάτι δύσκολα. Κοίτα να δεις που μ έριξε η μοίρα μου σε Γάλλους πάλι, βρε βρε βρε που να πάρει ο διάβολος. Οσο θυμάμαι εκείνο το jeu tua il a στο πανεπιστήμιο δεν μπορούσα με τίποτα να το μάθω. Προτιμούσα να γυρίσω χίλιες φορές στις ξυπολυσιές μου του χωριού. Εκεί είχαμε το λάδι μας και όταν πεινούσα βούταγα τα ωραία κριθαρένια παξιμάδια της μητέρας μου σ ένα πιθάρι με λάδι και τα λάδια στάζανε στο μοναδικό μου πουκάμισο και έφταναν πάνω από το κοντό παντελόνι, που τόχα δεμένο με σπάγκο (ήταν του μεγάλου μου αδελφού) και έσταζαν στο χώμα. Όμως είχα πολλή δύναμη γιατί από το χωριό μου πήγαινα με τα πόδια αρκετά χιλιόμετρα για να πάω φαΐ στον πατέρα μου που πρόσεχε τα πρόβατα από το χωριό μου τους Λάκκους στον Ομαλό. Εκεί στον Ομαλό μ άρεσε πολύ γιατί η φύση ήταν κάτι το καταπληκτικό. Ακουγες μόνο τα βελάσματα από τα κατσίκια και τα πρόβατα και που και που κτύπαγα και κανένα πουλί με τη σφεντόνα. Το βράδυ ο πατέρας μου άρμεγε τα πρόβατα και τον βοηθούσα. Είχαμε μια μικρή πέτρινη στάνη που θύμιζε παλαιολιθική εποχή. Εκεί μέσα κοιμόμαστε κιόλας ξεθεωμένοι από την κούραση. Αυτή η στάνη είχε στη μέση ένα ξύλινο στύλο, απ όπου αξονικά δοκάρια σχημάτιζαν τη σκεπή και πάνω της βάζαμε φύλλα μυρτιάς. Ετσι προστατευόμαστε σε κείνο το χώρο. Πολλές φορές φοβόμουνα εκεί μέσα γιατί δε φορούσα υποδήματα ψηλά. Παπούτσια πρωτόβαλα στρατιώτης. Εδώ είχε πολλούς κινδύνους και πιο πολύ απ όλους ήταν οι καριατζούλοι (σκορπιοί). Κάποτε ένας σκορπιός τσίμπησε έναν του χωριού μου και αυτός από τους πόνους τρελάθηκε. Ε λοιπόν αν ένας τέτοιος σκορπιός με είχε τώρα τσιμπήσει θα τρελαινόταν ο ίδιος αν έβλεπε όμως προηγουμένως ετούτον εδώ τον τόπο και τα πρόσωπα. Ας έρθουμε όμως στα παιδιά μου. Εχω τρία παιδιά και πολλές φορές έχω καμαρώσει γι αυτά γιατί τα σπούδασα με πολλές στερήσεις και τάκανα επιστήμονες, σκέτα λουλούδια. Ο πρώτος μου γιος πανέξυπνος και πολύ καλός πάντα στα μαθήματα. Εχει περάσει κιαυτός δύσκολα χρόνια στα παιδικά του βιώματα στα Χανιά. Μέχρι τσιγάρα πουλούσε όταν εγώ ήμουν κλεισμένος στη φυλακή λόγω πολιτικών συκοφαντιών. Είχα λέει ανακατευτεί στα πολιτικά (Κού Κου Ε). Επειδή ο καλός μου θείος ήταν ο Μάντακας εγώ ρε τσογλάνια τι έφταιγα; Εχω αρχίσει τώρα τελευταία και βρίζω κιόλας γιατί η καλή ανατροφή δεν μου επέτρεπε ποτέ να εκφραστώ. Τώρα δεν έχω κανένα ανάγκη και δίνω σ όλους αυτούς που μ ενοχλούν να καταλάβουν. Αυτός λοιπόν ο μεγάλος μου γιος έχει δυο παιδιά και στο γιο του μου ξέφυγε προχθές και του είπα να με πάρει μαζί του στη Δροσιά. Το παλικαράκι λυπήθηκε που δεν ήταν το σπίτι δικό του για να προσφέρει στον παππού του μια τελευταία ευκαιρία να ζήσει. Αλλά ξεχάστε το. Ισως με λίγες τύψεις καθάρισε.
Ο δεύτερος ο γιος μου είναι ο πιο περιποιητικός. Αυτός σπούδασε σχεδόν μόνος του στην Αυστρία, κάτω από δύσκολες συνθήκες Αρχιτέκτονας λέει. Εχει τώρα στεριώσει μια καλή οικογένεια με Γερμανίδα γυναίκα η οποία λύνει και δένει. Αυτός δεν πούλαγε, τα σπίτια που έχτιζε, που να μην πούλαγε γιατί όταν ήρθε ο καιρός και πούλησε μέχωσε εδώ μέσα μαζί με τους άλλους για να έχουν όλοι μαζί μια συγνώμη από την κοινωνία και τον εαυτούλη τους. Ασε τα δώρα που έδινα στα εγγονάκια μου αλλά αυτό το έκανα γιατί τα εγγόνια μου τα αγαπώ, είναι η συνέχειά μου έχουνε τα όνομά μου πανάθεμάτο. Ισως να έχω ακόμα πολλά να πληρώσω και εις τους αιώνες των αιώνων λόγω αυτού του περίφημου ονόματός μου (ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ). Το τρίτο μου παιδί είχε την ατυχία να γίνει κορίτσι. Αυτό προσπάθησε η μανούλα της να το κάνει πιο ανεξάρτητο. Ετσι πάντα έκανε το αντίθετο από αυτό που της έλεγα, γιατί από νωρίς κατάλαβε ότι τα χνώτα μας δεν ταίριαζαν. Ισως ίσως και να με μισούσε επειδή όταν ήταν μικρή λόγω ανάγκης την εγκατέλειψα και πήγα να ζήσω στην Κρήτη. Ετσι τα παιδιά
τα έβλεπα μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τρεις μήνες το καλοκαίρι. Σ αυτήν λοιπόν την κόρη μου έλεγα όταν ήταν μικρή. Εσύ δε μ αγαπάς και όταν γεράσω θα με πετάξεις σε κανένα γηροκομείο. Εγώ θ άρχομαι σε σένα και συ θα μου λες φύγε από δω παλιόγερε. Αυτό το παιδί μου έκανε πάντα τα αντίθετα απ αυτά που της έλεγα π.χ. της διηγιόμουνα πως οι γερμανοί παραλίγο να με σκοτώσουν, Αυτή σκεφτόταν καλοί άνθρωποι οι γερμανοί θέλω να τους γνωρίσω. Ετσι παντρεύτηκε δυο φορές γερμανούς. Τον πρώτο τον έζησε 15 χρόνια τα 10 ήταν ευτυχισμένη, αλλά ζούσε πολύ επιφανειακά. Αυτή ήθελε βάθος ήθελε να γνωρίσει καλλίτερα τον εαυτό της και τους άλλους. Δεν έκανε οικογένεια ενώ της έλεγα τα παιδιά είναι υπέροχα, όμως δεν μπορούσα να την πείσω γιατί δεν της έδωσα πειστικά σημάδια. Όταν χώρισε τον πρώτο έπεσε σένα κώμμα και μου ζήτησε να την πάρω κοντά μου. Αλλά εγώ και η γυναίκα μου δεν μπορούσαμε να την βοηθήσουμε. Εγώ τότε είχα πολλές τύψεις και αν σκεφθείτε ακόμα έχω. Τη δεύτερη φορά που παντρεύτηκε, πάλι γερμανό πήρε και αυτό δε μπόρεσα να το καταλάβω γιατί ήταν σαν να μην έμαθε καλά το
μάθημα. Όπως λέμε τα μαθήματα παθήματα. Αστην είπα έτσι είναι η ζωή. Αλλά δε φτάνουν μόνο αυτά. Εφυγε και στη Γερμανία τη ξενιτεύτρα χώρα, ζούσε στερημένα, έσκαβε για να φάει και ήταν χωρίς ηλεκτρικό με ένα πηγάδι που είχε στερέψει και με κάτω από τους μηδέν βαθμούς. Μούλειπε και έκλαιγα κάθε φορά στο τηλέφωνο μέχρι που αυτή δεν άντεχε και δεν τηλεφωνούσε πια. Ηταν και η εποχή που εγώ δεν άκουγα καλά. Αλλα μούλεγε άλλα απαντούσα. Η γυναίκα μου (η μητριά της) ωρυόταν. Στο τέλος ούτε καν μούδιναν το τηλέφωνο. Μιλούσαν μόνες τους και με έβγαζαν τρελό και από πάνω.
Τώρα είναι εδώ τα τρία μου παιδιά, να τα χαρώ, στέκονται απέναντί μου διαχειρίζονται τα λεφτά μου, με έβαλαν σε ένα ακριβό γηροκομείο 290.000 δρχ. το μήνα. Στέκονται και είναι έτοιμοι μέχρι και τη ζωή τους να μου δώσουν. Ο μεγάλος μου φωνάζει στ αυτιά μου και προσπαθεί να με πείσει ότι εδώ θα με βοηθήσουν. Ο μεσαίος λέει μπράβο σε κάθε μπουκιά φαΐ που κατεβάζω σαν να είμαι ένα ανώμαλο. Η μικρή έφερε και μαργαρίτες για να κάνει τον παγωμένο αφιλόξενο χώρο πιο ωραίο. Η περίφημη η γυναίκα μου είναι συγκλονισμένη που έχασε το μπούλη της . Τώρα ποιον θα υπηρετεί για να αισθάνεται κάτι. Αποχωρούν αποχωρεί η οικογένειά μου. Στη είσοδο κάτω του γηροκομείου κάθεται μια μεσόκοπη με ολάσπρη μπλούζα, μπλε θλιμμένα μάτια, η μικρή μου κόρη σκύβει την αγγίζει στον ώμο τη χαιρετά και τη ρωτά πως τα περνά. Εκείνη λέει από πού σε ξέρω εσένα; Η κόρη μου κάθεται στο πάτωμα κουβαριασμένη για να έρθει στο ίδιο επίπεδο με τα μάτια της που ανταμώνουνε με τα δικά της μάτια και τη ρωτά αν είναι ευχαριστημένη. Και εκείνη λέει σιγανά χωρίς ν ακούγεται «θέλω να πάω σπίτι μου», τη χαιρετά και της εύχεται το καλλίτερο που δεν θα γίνει ποτέ. Φεύγουνε τα καμάρια μου σέρνοντας τα βήματα και τις τύψεις τους.
Ένα τελευταίο βλέμμα σε κείνο το γωνιακό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Οι δήμιοι με τις άσπρες ρόμπες κινούνται γρήγορα σπασμωδικά, ο νεώτερος 27 χρονώ είπε θα ήθελε να πεθάνει στα 50ντα του. Τι σύμπτωση εγώ είμαι πενήντα η μικρότερη κόρη και πέθανα σήμερα. Αυτό εύχομαι για τον πατερούλη μου. Συγχωράμε πατέρα μου. Θέλω να σε σκοτώσω για να μη ζήσεις το μαρτύριο της αλήθειας.
Μετά ένα μήνα πέθανες στις 19.4.94
Το μαρτύριο του πατέρα μου μέκανε να πάω για εξομολόγηση και ανακουφίστηκα. Κάθε φορά που πάω να τον δω γυρίζω άρρωστη. Στην αρχή ήμουν σοκαρισμένη από όλες εκείνες τις ανίατες που συναντούσα. Σιγά σιγά άρχισα να τους γνωρίζω ο καθένας με τις παραξενιές του . Ο καθένας μια ξεχωριστή περίπτωση. Άλλος φωνάζει και κλαίει άλλος ζητιανεύει ψωμί και μια γυναίκα ψάχνει για μια άλλη και όλο ακούς απ τα χείλη της «Κυρία κυρία » άλλη μουγκρίζει και κλαίει και μια γερμανίδα δεν έχει με ποιόν να μιλήσει. Από ατύχημα έχει βουλιάξει το αριστερό μέρος του κρανίου της κοντά στο μάτι. Πόσο χαίρεται κάθε φορά που με βλέπει και της μιλάω λίγο γερμανικά. Της αγγίζω το χέρι και μου χαμογελά.
Η Κα Αργυρώ λέει που είναι το τρένο, θέλει όλο να φύγει.
Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι όπως η Μαρία που καταλαβαίνει πολλά και ο κυρ Γιώργος που όταν πάω στέκεται μπροστά μου για να του μιλήσω, με παρακολουθεί που χαϊδεύω τον πατέρα μου και έρχεται όλο και πιο κοντά. Τον χαιρετώ δια χειραψίας και χαμογελά πάντα. Τον ρωτώ τι κάνει και μου απαντά καλά ευχαριστώ. Μια φορά που ήρθε ο γιος του μου είπε μετά αφού έφυγε, ζήτα του το τηλέφωνο να του πεις να ξανάρθει.
Ένα νεαρό παιδί 27 χρονών συμμαθητής του Γιώργη έχει τη μητέρα του εκεί μέσα τι θλίψη θεέ μου.
Σ ευχαριστώ θεέ μου που έχεις ταδέλφια μου και μένα καλά.
19.4.94
Σήμερα μου τηλεφώνησε ο Βασίλης από το Γηροκομείο Καψαλά ότι τον πατέρα μας τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Σισμανόγλιο γιατί είχαν μπλαβίσει τα πόδια του και ήταν πρησμένα. Στο Σισμανόγλιο έφθασα πολύ γρήγορα, τον είχαν στο χειρουργείο αλλά ο χειρουργός είπε δεν ήξερε τι είχε ούτε μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του για να του πει που πονάει. Ετσι τον μεταφέρανε στο παθολογικό τμήμα. Ο πατερούλης μου, είχε το ρόγχο του θανάτου το παγερό χέρι του τον είχε αγγίξει. Σε μια στιγμή τον πλησίασα τα πόδια του μπλε ανέπνεε από μια μασκούλα μπλε οξυγόνο. Τα μάτια του ανοικτά. Τούπιασα το παγωμένο δεξί του χέρι, ανατρίχιασε ένα δάκρυ κύλισε από το δεξί του μάτι, ήταν το τελευταίο του , του το σκούπισα και ήθελα σαν ένα περίφημο πετράδι να το φυλάξω για πάντα μέσα μου!
Ενας αγαπημένος μου έφυγε για πάντα Είδα την τελευταία του πνοή, έκλεισε τα μάτια του ανατρίχιασε το χέρι του και έτσι ήσυχα έφυγε. Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω, βγήκα έξω και περίμενα να έρθει ο Βασίλης κοντά μου. Είπα ο πατέρας μας ξεψύχησε. Ηταν πολύ
συγκλονιστικό πως ο Βασίλης ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου, ένοιωσα ένα στον πόνο μας.
Ο πατερούλης μας δεν ζούσε πια, βγήκαμε έξω ν αναπνεύσουμε καθαρότερο αέρα. Η ψυχή του μας ακολουθούσε ευτυχισμένη και ελεύθερη. Είπα στον αδελφό μου το Βασίλη ήταν ένας καταπληκτικός πατέρας ήταν ο καλύτερος, τον αγαπούσα πολύ. Δεν θέλω νάχει πεθάνει, όμως τι καλά που ήμουν εδώ την τελευταία του στιγμή.
Αχ πατερούλη μου άσε με λίγο ακόμα να σε κρατήσω να κρατήσω το χέρι σου μέσα στο δικό μου, όπως μέπερνες όταν ήμουν μικρό παιδί και μούδειχνες τα δέντρα, τις μέλισσες τα πουλιά όπως εσύ μόνο ήξερες να μου δείχνεις τη φύση που τόσο αγάπησες.
Μούχες πει ότι θάθελες να σε θάψουμε κάτω από μια ελιά. Συχώραμε που δεν μπορώ να το κάνω.
Σαγαπώ και θα σαγαπώ πάντα.
Πάντως σε θάψαμε κοντά στην άλλη σου οικογένεια τις μελισσές σου.
22-4-94
Σήμερα πήγα να συναντήσω τη Ματίνα για να την κεράσω ένα καφέ αυτή σχεδόν με βία με τράβηξε και με ανέβασε να γνωρίσω τον ψυχολόγο της .
Κος Μανώλης ο Κρητικός ένα μικρό ανθρωπάκι με ολάσπρα μαλλιά και μια ελιά στο πρόσωπο με ταλκ σκεπασμένη με πήρε με το ζόρι για να καθίσω.
Είπα γεια σας παιδιά, στον κόσμο που ήταν εκεί, καμιά απάντηση. Εκατσα σε μια γωνιά στα κατάμαυρα ντυμένη, ήταν όλοι νέοι άνθρωποι.
Ενας νέος ο Αρης άρχισε να συζητά πως αισθάνθηκε άσχημα όταν ένας φίλος της οικογένειας, του έκανε σεξουαλικές χειρονομίες όταν ήταν μικρός και τώρα έχει πού σοκαριστεί απ αυτό το γεγονός, ήταν και η κοπέλα του εκεί πανέμορφη. Μετά ήρθε μια βυζού με έντονη τη θηλυκότητα. Όταν ήρθε μέσα ο Δάσκαλος Μανόλης άρχισε να μιλά για το στήθος της και τη θηλυκότητα της και η γυναίκα έβαλε τα κλάματα. Κατάλαβα ότι εγώ ήμουν από λάθος εκεί μέσα. Τους ρώτησα τι ώρα τελειώνει και η διπλανή μου μούπε στις δυο. Εγώ είπα ρε Ματίνα μούπες ψέματα ότι τελειώνει στις 12. Η Ματίνα έκατσε κοντά μου και εγώ της είπα ότι ήταν ψέμα ότι έφευγε στις 12 και μου πε να φύγουμε αν ήθελα. Της είπα να φύγει αυτή πρώτη. Και είπε Μανόλη η κ. Ισαβέλλα θέλει να φύγουμε. Εγώ είπα εσύ θέλεις να φύγεις όχι εμείς. Σηκώθηκα και είπα συγνώμη συνεχίστε τη Δουλειά σας Κε Μανόλη. Αυτός με τραβούσε και εγώ κατευθύνθηκα προς την έξοδο χωρίς να μ ενδιαφέρει που μου κρατούσε το χέρι σφικτά. Μ ευχαρίστησε που πήγα και μου είπε ότι ελπίζει να ξανασυναντηθούμε. Τον αποχαιρέτησα και του είπα χάρηκα που σας γνώρισα. Εβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα. Θε μου τι δυστυχία εκεί μέσα!! Απαπαπαπα ποτέ πια φασισμός για τόνομα του θεού.
Όταν ήρθε η Ματίνα για να πιούμε καφέ αλλά όχι πολύ γρήγορα της είπα σήκω φύγε από κει μέσα, αυτή μούπε μα τι λες τώρα μου λες τι να κάνω. Γέλασα από μέσα μου.
Γειά σου Ματίνα ο Θεός μαζί σου και μαζί μου.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22-4-94
Ο KLAUS με πήρε τηλέφωνο και πρώτα με άκουσε αφού μου είπε τα συλλυπητήρια για τον πατέρα μου του είπα ότι ήμουν στεναχωρημένη. Μετά μου είπε ότι την
Κυριακή ήταν κιαυτός σε επίσκεψη ενός τάφου και με ρώτησε ποιος νομίζω ότι πέθανε. Του είπα μήπως κάποιος από Mattierzoll? Αυτός μούπε όχι η πρώην πεθερά μου τότε μούπε ότι πήγε στο Βερολίνο γιατί η κόρη του τον χρειαζόταν. Εγώ του είπα καλά έκανε να συμπαρασταθεί στην κόρη του που τον χρειαζόταν σαν εγώ να μην τον χρειαζόμουνα. Που τώρα τον χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ. Τούπα ότι τον αγαπώ και θέλω να τον δω νάρθει, είπε είχε πολλή δουλειά και όλα επείγουν, είπε επίσης ότι η ορθόδοξη δοξολογία δεν του αρέσει στο Βερολίνο, στην Ελλάδα ήταν διαφορετικά. Μου είπε ότι μπροστά από το οικόπεδο έχει σχηματιστεί μια μεγάλη λιμνοθάλασσα όπως ήταν πριν εκατομμύρια χρόνια. Αισθάνθηκα δυνατή κι ότι μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου αλλά στην πραγματικότητα είμαι αδύναμη και θέλω τον Klaus δίπλα μου . Αυτή τη στιγμή θαφευγα για τη Γερμανία αν δεν ερχόταν αυτός στην Ελλάδα τον άλλο μήνα στις 12/5/94.
Δόξα το Θεό που του έχω κλείσει ραντεβού με την κα Κοκκίνη. Ανέπνευσα τώρα μ ανακούφιση. Τι ανασφάλειες που έχω θεέ μου.
Θυμάσαι πατερούλη που σούλεγα ότι αγαπώ όλους τους ανθρώπους; Και συ μούλεγες να μην
τους αγαπάς παιδί μου, γιατί πατέρα σούλεγα, διότι είναι πολύ κακοί οι άνθρωποι και τώρα σου λέω, εγώ τους αγαπώ ακόμα πατέρα και τους αγαπώ όλους μα όλους χωρίς εξαίρεση.
ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΟΣ ΝΕΚΡΟ ΠΑΤΕΡΑ
Εφυγες σαν δενδράκι μαραμένο
στον ίσκιο σου εύρισκα παρηγοριά
τώρα ποιόν μούμεινε να περιμένω
εκεί μακριά στην ξενιτιά;
Το μάτι σου διαμάντι είχε στάξει
εκεί στο νεκροκρέβατο που κείσε
κι εγώ στη χούφτα μου τ όχω φυλάξει
στ αναπαϊμου τη λησμονιά σου σβύσε πατέρα,
λατρευτή μου συντροφιά πληγές μ ανοίγουνε
με τη δική σου άπνοια
Θέλω να σβήσω απ τη ζωή μου πια
παρηγοριά ζητώντας μεσ τα δάκρυα
Θέλω σιμά μου ακόμα να σε νιώσω
μένε για λίγο πριν και εγώ αποτελειώσω
Αναζητώ το χέρι σου το άδειο
Στη στενοχώρια μούδινες κουράγιο
θα σε θυμάμαι θα σε συναντήσω
και με λουλούδια τάψυχο σώμα θα γεμίσω
Χαρά μου εσύ στερνή γλυκέ πατέρα
πούφυγες κι έχασα για πάντα τον αστέρα.
Το σκοτεινό μου δρόμο ποιος θα φέξει;
Αφού τα βήματά σου έχουν στερέψει.
Σου στέλνω οδηγό σου το καντίλι
Ανάβω κάθε μέρα το φυτίλι.
Φωτάκι εσύ μοναδικό στην πλάση
Που έσβυσες προτού ναγιάσης.
Σε ένα άλλο κείμενο γράφει το προβληματισμό της με τον καρκίνο (πέθανε στις 23/12/2003)
10.11.2003
Είναι δυο χρόνια που ταλαιπωρούμαι με τον καρκίνο. Εχω περάσει πολλές φάσεις αγωνιών, χαλάρωσης, προσμονής, απελπισίας. Εχω αλλάξει σαν χαρακτήρας και σαν σώμα. Με θλίβει το γεγονός ότι έχω ξαφνικά γεράσει δηλαδή τα κύτταρά μου δεν είναι ίδια. Το πρώτο σοκ δεν ήταν όταν μου είπαν ότι έχω καρκίνο ήταν όταν μου έπεσαν τα μαλλιά μου, που ήταν μακριά.
Τάβλεπα να μένουν κάθε μεσημέρι στο μαξιλάρι μου αλλά το τραγικότερο ήταν όταν έγιναν όλα μαζί ένας μεγάλος χοντρός κότσος σαν κουβάρι πάνω απ το κεφάλι μου. Θεέ μου δεν ήθελα να το πιστέψω! Φοβόμουν τόσο πολύ να δω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Κανείς δεν μου είχε πει ότι στη δεύτερη χημειοθεραπεία θα μου πέφτανε όλα τα μαλλιά
Στο νοσοκομείο ήρθε ο Κλάους στις 9/12/04. Εγραψε και αυτός ποίημα για την Ισαβέλλα που δημοσιεύτηκε μάλιστα στο ετήσιο λεύκωμα ποίησης, του 2004, της βιβλιοθήκης της Φρανκφούρτης
Ένα άλλο σημείωμα στο ημερολόγιό της με ημερομηνία 30/4/1999
ΞΕΝΙΤΙΑ!
Αν κανείς δεν ξενιτευτεί, δεν ξέρει τι σημαίνει «ΠΑΤΡΙΔΑ» και ακόμα δεν ξέρει τι σημαίνει Αδελφική αγάπη & Ζωή & φίλοι!
Εδώ στην ξενιτιά της Γερμανίας έμαθα να σκέπτομαι βαθύτερα να πονώ και προ πάντως να κλαίω!
Τα δάκρυα είναι μια καταπληκτική ελευθερία που βγαίνει από τα βάθη μέσα μας.
Όταν ήμουν μικρό παιδί έβλεπα που και που τη μητέρα μου να ρουφά κρυφά κανά δάκρυ. Τότε στενοχωριόμουνα πολύ, έπεφτα στο πονεμένο σώμα της και τα αγκάλιαζα με τα δυο μου χέρια και παρακαλούσα λέγοντας. Μανούλα σ αγαπώ τι έχεις; Τη γλυκοφιλούσα τη Μητερούλα μου! Αυτή κατάπινε τον πόνο της γιατί με
αγαπούσε και τα δάκρυά της δεν φαινόντουσαν πια. Ετσι έμαθα να μην κλαίω γιατί αλλιώς θα πονούσα τους άλλους όπως εκείνη εμένα. Τώρα τι ωραία μετά από 50 χρόνια κλαίω!
Φτου ξελευθερία είναι το επόμενο παιχνίδι που έμαθα εδώ στα Γερμανόπουλα.
Πρώτα τους έμαθα να μιλούν και να εκφράζονται με τα χέρια αλλά Ελληνικά π.χ. να μουτζώνουν.
Σ ένα δένδρο όπου τα φύλαγα για κρυφτό επειδή με το «ΑΒΕΒΑΜΠΛΟΜ» ήμουνα η Μάνα μετρούσα δυνατά μέχρι το είκοσι έψς ότου οι άλλοι να κρυφτούν. Ετσι τους έμαθα κρυφτό και το δεύτερο που έμαθαν ήταν να φτύνουν στο δένδρο. Στην αρχή τους ήταν αδύνατο να φτύνουν στο δένδρο αλλά όταν μερικές φορές τους προλάβαινα στο φτύσιμο του δένδρου άρχισαν να φτύνουν και αυτοί με όλη τους τη δύναμη. Ετσι κατάλαβαν το νόημα του φτυσίματος και τους άρεσε πολύ γιατί μετά απελευθερωνότανε η αναπνοή τους.
Ωραίο πράγμα να μπορείς να φτύνεις δυνατά χωρίς να ντρέπεσαι. Το τρίτο που τους έμαθα ήταν την ξελευτερία δηλαδή ο τελευταίος που έφτυνε ελευθέρωνε όλους τους άλλους και φτύνοντας φώναζε δυνατά «ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ». Ετσι είχε νόημα το παιχνίδι επειδή η αγωνία του κρατά μέχρι το τέλος!
Στη Γερμανία που ζω τώρα 10 χρόνια έμαθα να χορεύω και τραγουδώ ρεμπέτικα και προπάντων τραγούδια της φυλακής. Είναι τα αγαπημένα μου γιατί έχουνε πλάτος και βάθος.
Στην κουζίνα μου (όπου κοιμάμαι κι όλας ) όταν σηκωθώ το πρωί και είμαι στις κακές μου αντί ν αρχίσω τις καθημερινές δουλειές χορεύω. Τα ξύλινα σανίδια του πατώματος καλύπτει ένα χαλί στρογγυλό σαυτό απάνω μπορώ να ρίχνω τον πόνο μου.
Γυρνάω γύρω γύρω στο χαλί μου και αισθάνομαι πότε με-θυσμένη πότε κυρτωμένη προς τα μπρος ή προς τα πίσω κάπου κάπου αισθάνομαι να πέφτω πάλι να ξανα-σηκώνομαι.
Όταν μούρχονται στο μυαλό όλα που μου έχουνε συμβεί στη ζωή, παραπατώ ή ακόμα δεν σηκώνω ούτε μια στάλα σκόνη στη μύτη του παπουτσιού μου (επειδή είμαι πολύ παράξενη) και με τα δυο μου δάχτυλα τα ξεσκονίζω.
Νομίζω Ρεμπέτικο ή χασάπικο δεν μπορεί κανείς να σου μάθει, πρέπει να το νιώσεις μόνος σου και να βγει από μέσα σου τότε έχει ψυχή. Αυτό το στρογγυλό χαλάκι στην κουζίνα μου είναι πολύ εύκολο στο τίναγμα επειδή η διάμετρος του είναι δυο μέτρα δηλαδή δυο δρασκελιές μου. Ετσι δεν μπορώ να βγω ποτέ απ αυτόν τον κύκλο του χαλιού πουν τον παρομοιάζω με τον εαυτό μου και που όλα συμβαίνουν εκεί μέσα. Στο κέντρο του έχει ένα κλειστό κύκλο με διάμετρο ένα μέτρο και είναι γεμάτος με λουλούδια , χωρίζεται με μια ταινία πέντε εκατοστών από γογγύλους από την Αρχαία Ελλάδα, μετά ένα άλλο κύκλο
από σημεία με παύσεις μικρά που δηλώνουν αυτή τη στιγμή και μετά χωρισμένα λουλούδια και ύστερα πάλι γογγύλους που εξελίσσονται. Οι γόγγυλοι είναι σαν τα κύματα που παρασύρονται ο ένας από τον άλλο. Όταν προσπαθώ να χορέψω μένω όσο το δυνατόν στον εξωτερικό κύκλο όπου δεν μπερδεύομαι με τα βήματά μου.
Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και προσοχή γιατί ο εσωτερικός κύκλος με τα λουλούδια είναι ο πιο ευαίσθητος. Εκεί μόνο γονατιστά ή με μικρά βήματα το ένα δίπλα στο άλλο πιεστικά είναι δυνατό και ο χώρος γίνεται προσκύνημα.
Κάτι άλλο που μπορείς να κάνεις στον εσωτερικό κύκλο είναι! κτυπώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο κρατάς το σκοπό και απλώνεις το αριστερό πόδι ενώ το δεξί πάντα προς το μέσον του κύκλου ρίχνοντας όλο το βάρος του σώματος σ αυτό, δηλαδή προς το μέσον του κύκλου και με μια απότομη κίνηση σου σαν να μην προς τα μπρος ξανασηκώνεις όλο το σώμα ρίχνοντας τώρα το βάρος στο άλλο πόδι που έχει πάει πίσω. Ετσι ξανασηκώνεσαι από τα βάθη του είναι σου που είναι ο Μεσαίος κύκλος με τους γογγύλους και όπου εκεί απάνω είναι όλη οι Ανθρωπίδες όπως λέει ο συμβίτοράς μου. Οι φωνές που βγαίνουν κατά
διαστήματα από το στόμα είναι για ανακούφιση από τις καταπιέσεις του εσωτερικού . Το ΑΧ ή το ΑΪΝΤΑ ή το ΟΠΑ και στο ΟΠΑ που παραλίγο να πέσω σκέφτομαι «Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΣΟΡΟΠΑ» και γελώ. Αυτά τάμαθα δεκαετία του 60 όπου ήταν μόδα μερικά ιδιαίτερα λεξιλόγια.
Ένα τραγούδι λέει «ΟΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΣΟΡΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΜΕΤΡΩ ΕΝΑ ΠΑΡΑ» δηλαδή η κοινωνία δεν έχει καμιά αξία!
«ΑΪΝΤΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΑΛΑΝΑ»
ΑΛΑΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝΑ Μεγάλο οικόπεδο όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα και κρυφτό ανενόχλητα.
Γιατί άραγε κλαίω όταν θυμάμαι τα παλιά καλά χρόνια; Ητανε υπέροχα! ΥΠΕΡΟΧΑ!
Κάτι άλλο που κάνω με τον κύκλο του χαλιού μου που είναι ο εαυτός μου, είναι ότι στέκομαι στην άκρη του, δηλαδή πατώ με τα πόδια μου μόνο στην περιφέρεια σηκώνω τα χέρια μου σε έκταση ή έκσταση όπως έλεγε η γυμνάστριά μου και χορεύω πάλι προς το κέντρο ή με μικρά βήματα μπρος πίσω ή ρίχνω το κεφάλι προς το κέντρο του εσωτερικού κύκλου. Ετσι συγκεντρώνομαι στα χέρια και στα πόδια για να μην πέσω.
Α! Ρε ωραία Ελλαδίτσα μου σκέφτομαι και Γαμώτο…….ΑΑΑΧ! ΞΑΛΑΦΡΩΣΑ!
30/4/1999
Πάρος 5/99
Ο φίλος μου ο Χασάν.
Πριν μερικά χρόνια στην Παροικιά μπορούσες να φας κιόλας στο «PORT ΚAFEΕ” αυγά τηγανητά με μπέικον , τώρα είναι πανάκριβα. Τότε ήταν η μέρα που πρωτόρθα από τη Γερμανία και πεινούσα.
Εκατσα λοιπόν με το πρόσωπο στον ήλιο και μένα χαμόγελο μέχρι ταυτιά, στο «PORT ΚAFEΕ” και περίμενα τα τηγανητά αυγά με το μπέικον. Μόλις φθάσανε μυρωδάτα έφθασε και ένας μικρός χαριτωμένος σκύλος και με κοιτούσε κουνώντας την ουρά του. Τα αφεντικό του φώναξε και γω τον ρώτησα. Μπορώ να του δώσω λίγο ψωμί; Μούκανε ένα καταφατικό νόημα, ο μικρόσωμος άντρας μελαψός με φαλακρίτσα και μια μύτη σαν πατάτα. Πήρα ένα κομμάτι μπέικον και τόδωσα στο σκυλάκι. Αυτό σηκώθηκε στα πίσω πόδια και ακούμπησε την ποδιά μου με λαχτάρα! Του τόδωσα όλο το κομμάτι. Ξαφνικά κατέφθασαν 5 – 6 άλλοι αληταράδες κοπρόσκυλοι. Κοίταξα το μελαψό κοντούλη Αιγύπτιο. Είχε δυο πανέμορφα μάτια όλο καλοσύνη κι ένα παιδικό χαμόγελο
σαν να χαιρότανε! Τότε έδωσα και τα άλλα μπέικον στα πεινασμένα σκυλιά έδωσα και όλο το ψωμί βουτηγμένο στα μάτια ταυγά. Σηκώθηκε ο κοντούλης Αιγύπτιος και με ρώτησε αν του επέτρεπα να καθίσει στο τραπέζι μου, χωρίς να προλάβω να του απαντήσω πήρε μια καρέκλα και κάθισε! Τάχασα , άντε τώρα σκέφτηκα καλά ξεμπερδέματα! Είχα και απασχόληση γιατί δίπλα σταυγά έγραφα γράμμα στον άνδρα μου στη Γερμανία! Ακουσα τη φωνή του να μου λέει , μα εσύ δεν έφαγες τίποτα! Ω δεν πειράζει δεν πεινούσα να έτσι τα παράγγειλα από ενθουσιασμό. Ξέρεις είμαι ξενιτεμένη, δεν ζω στην Ελλάδα. Είμαι πολύ ευτυχισμένη για τον ήλιο τη θάλασσα, γιαυτό τον ουρανό, για τα ζώα και τους ανθρώπους. Όλα αυτά θέλω να τα γράψω στον άνδρα μου αλλά σκέφτομαι να μην τον στεναχωρήσω γιαυτό προτίμησα να φάω. Ομως αγαπώ πολύ τα ζώα! Πως σας λένε;
Α! ναι συγνώμη ξέχασα να πω τόνομά μου , είπε: Χασάν!
Από πού είσαστε;
Από Αίγυπτο!
Αίγυπτο αχ! τι ωραία η Αίγυπτος, την αγαπώ πολύ.
Πήγες εσύ;
Ναι πέντε φορές! Από ποιο μέρος είσαι;
Από Κάιρο!
Ω τι ωραίο το Κάιρο, το «Χανάν Χαλίλ», οι πυραμίδες οι άνθρωποι, οι μυρωδιές. Δάκρυσε ο ανθρωπάκος. Εγινα πιο συνεσταλμένη!! Τα φαγητά σαρέσουνε;
Ναι πολύ!
Εγώ καλέσω εσένα σήμερα φάμε.
Όχι ευχαριστώ.
Μα εγώ μαγειρέψω εσένα Αιγυπτιακά1
Δηλαδή σαν τι;
Θα δεις θέλεις;
Θέλω τούπα.
Σίγουρα;
Σίγουρα τούπα.
Μούπε που κάθεται και το απόγευμα πήρα ένα κρασί και πήγα σπίτι του!
Όταν μπήκα στην κουζίνα τάχασα. Ηταν σκουπιδότοπος, το τραπέζι στρωμένο με λαδωμένες εφημερίδες και στο πάτωμα κάτω πεταμένα όλα τα σκουπίδια του κόσμου που τάσπρωχνες με τα πόδια για να καθίσεις. Εκεί ήταν και ο σκύλος που με κοιτούσε με απορία. Ο Χασάν κατάλαβε και είπε θάρθω αμέσως. Εφυγε και εγώ βρήκα μια σκούπα και άρχισα να καθαρίζω! Γύρισε με πολλά ολόφρεσκα μπαρμπούνια και τάχασε όταν είδε την κουζίνα παραμορφωμένη. Δεν είπε τίποτα! Εγώ πήρα τα ψάρια , παραμέρισα, τάπλυνα στο νεροχύτη και άρχισα να καθαρίζω ένα ένα. Ο Χασάν είπε μα έτσι θαργίσεις, θέλουν πολλή ώρα.
Είπα δεν πειράζει μ αρέσουν καθαρά. Χωρίς να μιλά ετοίμασε ένα πολτό από σκόρδο, κρεμμύδι και σαφράν και τα έτριψε μένα μπουκάλι. Αρχισε να γεμίζει τις κοιλιές των μπαρμπουνιών.
Τάψησε στο τηγάνι, ήταν πανόστιμα ! Ημουν φοβισμένη και μούπε, γιατί φοβάσαι;
Τούπα γιατί δεν σε ξέρω!
Εγώ φίλος είπε.
Ναι αλλά δεν σε ξέρω!
Καλός άνθρωπος όχι φοβάσαι.
Σ ευχαριστώ πολύ για το ωραίο φαγητό αλλά θέλω να φύγω τώρα.
Θέλεις να δεις τηλεόραση;
Όχι θέλω να φύγω!
Εντάξει, εντάξει θα σε δω άλλη φορά.
Ο Χασάν, από τότε πέρασαν τρία χρόνια, πάντα με χαιρετούσε με το χαμόγελο στα χείλη.
Εσύ πολύ καλή γυναίκα μούλεγε. Γειά σου φίλε μου τούλεγα.
Σήμερα με φώναξε να με κεράσει ένα καφέ και μούπε παίζεις ουϊσκάκι;
Εγώ δεν κατάλαβα αλλά τούπα, δεν πίνω ουίσκυ.
Όχι είπε αν παίζεις σκάκι.
Α! μ αρέσει πολύ.
Τότε ραντεβού το απόγευμα.
Πήγα σπίτι του , που ήταν πεντακάθαρο και ίδρωσα να τον νικήσω, δυο φορές με μεγάλη δυσκολία. Αλλά κι αυτός τάδε σκούρα. Λοιπόν αυτός είναι πονηρός ή έξυπνος ή και τα δύο. Ισως κάνεις ένα λάθος είπε! στο σκάκι και κερδίσω εγώ τότε!
Το δεξί του χέρι ήταν πρησμένο γιατί τον είχε κτυπήσει μια δράκαινα και τον δείκτη δεν μπορούσε να τον λυγίσει. Προσπάθησα να του κάνω τη θεραπεία που ήξερα από τη Γερμανία. Δυσκολευότανε πολύ να χαλαρώσει το χέρι του. Όταν του το τσιμπούσα για καλύτερη κυκλοφορία η κοιλιά του γουργούρισε. Τότε τούπα μίλησε η κοιλιά σου; Ναι είπε ξαφνιασμένος, τούπα ξέρω το φάρμακο!
Ποιο είναι;
Να βρεις μια γυναίκα που να σου κρατά το χέρι Χασάν!
Αυτός γέλασε σαν μικρό παιδί με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω και ένα χαμόγελο ως ταυτιά!
Εχεις δίκιο μούπε αλλά αυτό δύσκολο!
Και προπαντός νάναι από την πατρίδα σου. Τούπα να κάνει και παιδιά.
Μούπε γιατί από πατρίδα;
Διότι παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο!
Είσαι καλή φίλη, μούπε. Τούπα μπράβο που με κατάλαβες!
Μούπε εσύ γιατί θέλεις βοηθήσει εμένα;
Τούπα επειδή σε κέρδισα στο σκάκι και από αύριο, αν σε δω στο καφενείο θα σε ρωτήσω αν βρήκες το φάρμακο για το χέρι σου.
Εσκασε στα γέλια, τον χαιρέτησα και μούδωσε το χέρι του με μια κίνηση σαν να έλεγε κόλα το!!
Γειά σου φίλε μου Χασάν,
Αιμιλία
Ή Αιμιλία σήμερα ήταν έξω φρενών. Οι διπλανοί δεν την άφηναν να κοιμηθεί επειδή η κουζίνα τους είναι κάτω από την κουζίνα της Αιμιλίας, δυστυχώς φωνάζουν μέχρι τις τρεις το βράδυ! Ετσι όταν σήμερα Παρασκευή, μέσα του Σεπτέμβρη, άρχισαν να αραιώνουν οι τουρίστες, έφυγαν και μερικά εγγονάκια της διπλανής. Η Αιμιλία αναθάρρησε και τους είπε με προσποιητή ευγένεια!!
Φεύγετε φεύγετε ; και όταν αυτοί απάντησαν, όχι οι μισοί, η Αιμιλία τους είπε Α! κρίμα…καλό ταξίδι καλό ταξίδι.
Πάρος 22/11/00
Ο καιρός δεν λέει να χειμωνιάσει. Τέλος του Νοέμβρη και κολυμπώ στη θάλασσα. Τα πρώτα τρία λεπτά είναι δύσκολα μετά ζεσταίνεται όλο το σώμα,
Χτες ήτανε τα Εισόδεια της Θεοτόκου και η Κυρά Αιμιλία που μένει απέναντί μου, στο 1,80 απόσταση από μένα μούπε!
Κα Τζαβέλλα θα πάτε στην Εκκλησία; Σήμερα είναι τα Ισόγεια της Παναγίας. Σκέφτηκα λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβω τι εννοούσε . Αυτή τη γειτόνισσα την αγαπώ πολύ. Είναι και ο σύζυγός της ο Κος Γιώργος που κρατάει μπαστούνι γιατί πονάνε τα πόδια του. Πολύ καλοί άνθρωποι, απλοί αλλά ειλικρινείς. Σήμερα συζητούσαμε και για το νερό που πάει να εκλείψει στην Πάρο.
Είπα λοιπόν στην Κα Αιμιλία ότι χθες είχα πάει σε μια συγκέντρωση του νυν Δημάρχου και μου έκανε εντύπωση ότι για τα έργα ύδρευσης που χρειάζονται αν γίνουν, πρέπει να ξοδευτούν 3 δις δραχμές. Όμως το κτίριο που αγόρασε η Δημαρχία κόστισε 300 εκατομμύρια.
Η Κα Αιμιλία ακούγοντας αυτά τα ποσά και ότι το παλιό Δημαρχείο θα γίνει γηροκομείο είπε:
Δεν φέρνουνε κανένα γιατρό που έχουμε μόνο Παθολόγους δηλαδή να φέρουν και κανένα Καρδιολόγο και κανένα Παιδολόγο. Ναι της είπα έχεις δίκιο.
Μόνο να δίνουνε τα λεφτά για τον εαυτό τους ξέρουνε.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ
Σήμερα η Αιμιλία εξηγούσε στον άνδρα της γιατί το πουλόβερ του, που άνοιξε και ξεχείλωσε.
Του φώναζε λοιπόν, άνοιξε με το καλοκαίρι άκουσες;
Ανοιξε, Ανοιξε είπε ξεφωνίζοντας τα άκουσες ού! ού! τάκουσες κουφάλογο;
Κος Γιώργος: Τάκουσααα! Είπε στριγκλίζοντας στα ού. Αυτός τρομαγμένος λέει εγώ είμαι έτοιμος να φουντάρω.
Αυτή άρχισε να βρίζει! Τώρα τι να του πάω του Παναγιώτη (που είναι ο αδελφός της), δεν τον κάνω κέφι και γιαυτό δεν ξέρω τι να του πάρω τώρα που θα πάω.
Να μην του μιλάς του Παναγιώτη να μην του λες τίποτα για μένα δεν τον γουστάρω με τίποτα, δεν τον γουστάρω να μην του λες τίποτα άκουσες; λέει ουρλιάζοντας.
Κος Γιώργος: Σώπα σ ακούει και η γυναίκα (εγώ).
Αιμιλία: Εφυγε δεν μ ακούει.
Κος Γιώργος: Εγώ του λέω ότι τον αγαπάς.
Αιμιλία: Να μην του λες ότι τον αγαπώ, τον σιχαίνομαι, το τομάρι. Και δεν έχω και που να πάω το χειμώνα. Είναι κρύο. Το καλοκαίρι κάθεσαι κει σε κανένα παγκάκι. Τον σιχαμένο, το γομάρι. Η καημένη η Μιμή καλά μουτάλεγε ότι είναι Γομάρι.
Ας κάνει πως αφήνει την Κατίνα και θα ξεραθεί. Σκάσε εσύ.
Κος Γιώργος: Εγώ δεν πάω συχνά.
Αιμιλία: Σκάσε. Ετσι ήτανε η μάνα μου, κακιά γυναίκα ήτανε.
Κος Γιώργος: Πολύ κακιά και όλοι είσαστε σαν αυτή.
Αιμιλία: Ο πατέρας μου ήτανε χρυσός άνθρωπος. Αυτή η σκατένια με κατηγορούσε. Ελεγε πάλεψε μέσα απ τα νερά της μ έκανε.
Κος Γιώργος: Ναι η μάνα σου ήτανε κακιά γυναίκα.
Αιμιλία: Η μαύρη μου η τύχη που μέφερε εδώ κυρά Αννα μου (Η Αννα είναι γειτόνισσα που καμιά φορά πάει η Αιμιλία και τα λέει).
Βρε να μην έχω σπίτι να σηκωθώ να φύγω.
Το κάθαρμα θέλει να πουλήσει το σπίτι που κάθεται, ο κοντοστούπαλος, το πήρε και του το φαγε κ. Κωστούλα. ΧΑΜΕΕΝΟΣ! ήτανε ο άλλος από κάτω που τον έβλαψε, βρε να πουλήσει το σπίτι στην Αθήνα. Πόσο το πήρε; Κάνει τη φωνή της λεπτή σαν τη γυναίκα του Παναγιώτη και λέει. Το παιδί μου για το παιδί μου μην το συζητάτε μην το λέτε (δηλαδή έλεγε μην το γλωσσοτρώτε).
Πουτάνα παλιοβρόμα!!
Κος Γιώργος: Ακου, Ακου (το τηλέφωνο ντριν, ντριν)
Αιμιλία: Α !!! γεια σου Βούλα μου, τι κάνεις Βουλίτσα μου; (καλά είναι καλά είναι) γρήγορος ρυθμός. Δεν ξεχνάς επιτέλους, Δεν ξεχνάς επιτέλους. Τι; Δεν είμαστε καλοί; Εσύ ξέρεις αντοχή και κουράγιο νάχει ο άγιος Ανδρέας να σου φέρει κουράγιο. Χάρηκα Βουλίτσα μου δεν μπορώ να σε ξεχάσω. Ατυχη είσαι Βούλα μου, άτυχη. (Μπράβο Βούλα μου, άφησε την καλή γυναίκα και πήρε την Πουτάνα). Υστερα λένε για μένα, άστηνε, άστηνε.
Κος Γιώργος: Ξέχασες να της πεις τα χρόνια πολλά.
Αιμιλία: Ξέχασα, ξέχασα το να κάνω!
Ξέρεις γιατί πρέπει να της πω τα χρόνια πολλά, γιατί θα πάει και η Κατίνα και θα τις τα πει.
Καλά τούκανε η άλλη τούδωσε τα βρεγμένα του και έφυγε, γιατί δεν του άρεσε η καλή γυναίκα, μόνο πήγε στην πουτάνα.
Κος Γιώργος: Αυτός γύριζε στο βουνό με τα ζώα.
Αιμιλία: Ε γιαυτό δεν την υπολογούσε , τι να κάνει; αυτός δεν είχε φαΐ να φάει. Τι νάκανε πώς να θρέψει το παιδί της;
(τα λέει στον Παναγιώτη). Της έδωσες φαΐ να φάει; μόνο φιλούσες τα ζώα στο βουνό. Η καημένη η Κούλα! (σηκώνεται ο κ. Γιώργος να φύγει. Κουτσαίνοντας πάει προς την αγορά και με το μπαστούνι του σπρώχνει το πιατάκι της γάτας μου στο πλάι.
Η Αιμιλία διώχνει νευριασμένη τις γάτες που μαζεύονται έξω από την πόρτα της. Μετά παραμιλά μόνη της.
Πουτάνα κοινωνία μέχρι πότες μέχρι πότες θαντέξω αυτό το σακάτη.
Άιντε φύγε να ησυχάσω. Κάτσε στην αγορά χαραμοφάη.
Βαρέθηκα να τον βλέπω μπροστά μου. Ψοφάλογο. Ολο θέλει να μου κάνει κουμάντο στην κουζίνα.
(Η κουζίνα είναι 2.00 μ Χ 2.00 μ, μικρή και δεν αντέχει τον άνδρα της μέσα γιατί δεν μπορεί να κινηθεί)
Όταν αρρώστησε ο Κος Γιώργος και έπαθε προστάτη μου είπε:
Αστα κα Τζαβέλλα μου , τα βάσανά μου δεν λέγονται, φοβάμαι μην μου πέσει και τι θα κάνω (εννοεί να μείνει κατάκοιτος). Αρχίζει να τσιρίζει μανιακά, Παναγία μου και Αγιοι Απόστολοι βάλτε το χέρι σας να μην μου πέσει και τι θα γίνω η δύστυχη.
Προχθές τον πήγα στους γιατρούς. (κτυπάει το τηλέφωνο) Ντριν, Ντριν, Ντριν.
Σκάσε βρε κουφάλογο και συ με ξεκούφανες! (στο τηλέφωνο είναι πάντα προσποιητά ευγενής)
Μπρος Α! ναι Κατίνα μου τι κάνετε;
Αστα Κατίνα μου, ο Θεός με λυπήθηκε. Ε ναι ο Γιώργος, τον εφοβήθηκα, δεν μπορούσε να κατουρήσει, εδώ και πολλές μέρες δεν μου τόλεγε.
Βέβαια τον πήγα σήμερα.
Στον Παθολόγο μετά στον Γυναικολόγο και στον Κτηνίατρο. Εκεί στο Νοσοκομείο του βρήκανε λέει προστάτο, ξέρεις εσύ τι είναι αυτό;; Ισως ασθένεια του νεφρών γιατί έκανε πολλές μέρες να κατουρήσει.
Αιμιλία: (έρχεται ο κος Γιώργος), Πάλι γύρισες;
Κος Γιώργος: Που μιλάς στο τηλέφωνο;
Αιμιλία: Και τι σε νοιάζει εσένα που μιλώ.
(ΩΡΙΕΤΑΙ) Ακου εκεί θέλει να μου κάνει έλεγχο! Αντε να δούμε ακόμα τι θέλεις; Δεν μπορώ τους ελέγχους σου συνέχεια. Παναγία μου, Αγιε Θεράποντα, πάρε με, να ησυχάσω, να μην το δω αυτό το κακό που είναι να γίνει.
Τσιρίζει, κτυπιέται.
Κος Γιώργος: Προσπαθεί να την καθησυχάσει. Βρε ηρέμησε, τι φωνάζεις, τι θα λέει η γυναίκα, απέναντι; (Αυτό το λέει για μένα)
Αιμιλία: Δεν ακούει εξεπόρτισε πάλι. Αυτή όλο ξεπορτίζει η τυχερή, δεν έχει κανένα, κάνει ότι γουστάρει.
Ε ρε νάχα δικό μου σπίτι και θα σούλεγα, θάβλεπες να γίνονται τα απραγμάτιστα.
Εφερες τα χόρτα;
Κος Γιώργος: Όχι δεν βρήκα.
Αιμιλία: (Ωρύεται). Καλά και τι έκανες τόσες ώρες; βόλτες; Αλλά εσύ ακαμάτη μόνο βόλτες ξέρεις να κόβεις.
Αιμιλία: Αχ Θεέ μου λυπήσουμε. Τι θα φάμε βρε σήμερα;
Κος Γιώργος: Σκατά!
Αιμιλία: Να τα φας ! μόνος σου δε θα σου κάνω παρέα.
Κος Γιώργος: Σκάσε, η γυναίκα σακούει.
Αιμιλία: Αφού σούπα, ξέχασες πάλι, δεν είναι εδώ!
Κος Γιώργος: Βρε δεν την ακούς γελάει!
Αιμιλία Σκάσε βρε κουφάλογο. Ξέρω εγώ τι λέω.
Παλιοπαριανέ που με ξελόγιασες. Κι ήμουνα όμορφη σαν τα χιόνια.
Κος Γιώργος: Βρε τι τραβάω!
Αιμιλία: Εσύ τραβάς; εσύ μόνο τραβάς και τώρα που τραβάς ποιος ξέρει τι θα τραβήξω.
Κος Γιώργος: Βγαίνει πηγαίνοντας στην μικρούλα τουαλέτα (1,20 Χ 0,70 μ), που είναι έξω από την κουζίνα.
Αιμιλία: Κατουράς;
Κος Γιώργος: Όχι δεν μπορώ.
Αιμιλία: Ε! ΚΑΤΟΥΡΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Με μπάφιασες. Και μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου, γιατί έπιασες το πουλί σου.
Κος Γιώργος: καλά καλά, σκάσε, βγαίνοντας από την τουαλέτα.
Αιμιλία: Τάπλυνες;
Κος Γιώργος: Τι;
Αιμιλία: Κουφάλογο! (φωνάζοντας), τάπλυνες τα χέρια σου; Σούπα πλύνετα γιατί σιχαίνομαι, σε ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ!
ΠΑΝΑΓΙΑ μου τι σιχαμένος άνθρωπος, πως ζω μαζί του, να πεθάνει να ησυχάσω, (ψευτοκλαίει, για το θάνατο, που τον έχει ήδη θάψει.
Αχ τι θα κάνω μόνη μου, άμα πεθάνει!
Κα Τζαβέλλα μου θέλω κι εγώ να τελειώσω, δεν αντέχω άλλο. Μυξόκλαιει.
Εγώ είχα κάνει ότι δεν ήμουν σπίτι και ότι γύρισα. (έφυγα κρυφά και γύρισα φανερά).
Πέφτει στην αγκαλιά μου, (χωρίς να είναι και πολύ σίγουρη ότι έλειπα). Αχ θα πεθάνει και τι θα κάνω!!
Ισαβέλλα: Βρε Αιμιλία μην κάνεις έτσι, εσύ τον έθαψες από τώρα.
Αιμιλία: Ναι δίκιο έχεις, μα δεν αντέχω πια.
Το όλο θέμα, μου θύμισε Αρχαία τραγωδία. Τι υπέροχη γειτονιά, ζωντανή, ανθρώπινη, με όλο το χιούμορ και τη δυστυχία της.
Παρατήρηση Β.Μ.
Υστερα από λίγες μέρες, όπως μου είπε τελευταία η κα Αιμιλία, η Ισαβέλλα τους πήρε με έξοδά της και τους πήγε στη Σύρο, στο Νοσοκομείο όπου έκανε εγχείρηση προστάτη ο κος Γιώργος. Εμεινε τέσσερις μέρες σε ξενοδοχείο με την κα Αιμιλία όσο ο κος Γιώργος ήταν στο Νοσοκομείο.
Κουφονήσια!
Βρίσκομαι στη μέση ενός βουνού κάτω από μια φίδα με τη μικρή σκηνή μου
Ο ήλιος μόλις ανατέλλει μέσα απ΄ τη θάλασσα.
Μεγάλος κόκκινος δίσκος. Ολη η φύση εγείρεται, τα κοκόρια αναγγέλλουν το πρωινό ξύπνημα. Το τοπίο είναι κατάξερο και η γη σκεπασμένη μόνο με πέτρες. Χώμα βλέπεις μόνο κάπου κάπου. Είμαι σε νησί και γύρω γύρω βλέπω άλλα νησιά, άλλοτε με ψηλά βουνά, άλλοτε γυμνά χωρίς σπίτια και άλλοτε χαμηλά, μόνο μύτες γης, πάνω στη θάλασσα απλωμένες. Οι βαρκούλες πάνε να μαζέψουν τα δίχτυα τους. Το βουνό μου είναι καλυμμένο με αγκάθια που έχουν κυκλικό σχήμα και μοιάζουν με μεγάλα κεφάλια.
Η θάλασσα πεντακάθαρη, το πρωινό το μπάνιο πανδαισία, βουτώ πολλές φορές γυμνή για να το ευχαριστηθώ. Αυτό το άγνωστο νησί μ΄ έχει μαγέψει.
Αισθάνομαι τη γλύκα του εξερευνητή, συχνά αφουγκράζομαι τους θορύβους του περιβάλλοντος. Είναι εκείνες οι στιγμές που στυλώνω τ αυτί για καινούριες ακουστικές εμπειρίες. Από μακριά ακούγονται συνεχή κύματα να σπάνε στα βράχια. Βουτώ ξανά στο φυσικό λιμανάκι κοντά στη σκηνή μου και βγάζοντας το κεφάλι απ το νερό βλέπω ένα υπέροχο μαύρο πουλί με τεντωμένο λαιμό να πατά ίσα ίσα πάνω απ τη θάλασσα και με υπέρτατη ευγένεια στην κίνηση ν ακουμπά τη μια του φτερούγα πάνω στο νερό και με ταχύτητα βολίδας να διασχίζει τον αέρα με το άλλο το φτερό τεντωμένο προς τα πάνω. Εβγαλα μια κραυγή θαυμασμού εντυπωσιασμένη
Εδώ είναι όλα πιο φυσικά και όχι τόσο τουριστικά.
Στον ταξιάρχη επάνω τον είδα φαρδιές πλάτες γύρω στα 35 μόνο μένα βρακί να χαϊδεύει το δίχτυ, τα άφηνε να περνά ανάμεσα στα χέρια του, με το δεξί το χούφτωνε και με το ζερβί το τραβούσε. Ετσι απαλά τα άφηνε να περνά ανάμεσα στα δάχτυλα κι όταν ένοιωθε μια πετρούλα, την θρουλούσε ανάμεσα στα δάκτυλα, φωνάζοντας έλα, έλα βρε σ ένα καμιόνι που φάνηκε να κάνει όπισθεν στην προβλήτα. Μετά εξαφανίστηκε κάτω από ένα αυτοσχέδιο κιόσκι από τέσσερα ξύλα είχε στηθεί μια καλύβα του Καραγκιόζη σκεπασμένη με κλαριά από φοίνικα για σκιάδι δυο ψαράδων που έραβαν τα δίχτυα. Μια γυναίκα καθισμένη, κι αυτή κάτω από το σκιάδι, σε μια καρέκλα, αρκετά γεμάτη τόσο που τα κωλομέρια της περίσσευαν δεξιά κι αριστερά του καθίσματος. Είχε ακουμπήσει τα αριστερό της χέρι στο πίσω μέρος της καρέκλας που έμοιαζε να την αγκάλιαζε. Η χαίτη των μαλλιών της, έλουζε την ευτραφή πλάτη. Είχε δεμένα πίσω μαύρα κατσαρά μαλλιά που ξεχύνονταν στην πλάτη ακουμπώντας σένα υπέροχο μπλε σκούρο φόρεμα που το φόντο έδινε περισσότερη ένταση σ όλη την κόμη. Δυο ψαράδες πιο κει, κάτω απ τα πόδια της έραβαν ανακούρκουδα τα δίχτυα και η ηρεμία που δημιουργούσε το περιβάλλον έφθανε βαθιά μέσα σου και πρωτόγονα αισθήματα σε κυρίευαν. Δεν μπορούσα πια να καθίσω στην καρέκλα. Κατέβηκα και έκατσα χάμω στη γη. Ηθελα να ήμουν ένα μ αυτούς τους υπέροχους απλούς πρωτόγονους. Δε σίμωσα κοντά γιατί ήθελα να είμαι μόνη θεατής στο υπερθέαμα που με συγκλόνιζε. Αυτά θέλω να τα απολαμβάνω από μακριά, όταν μ ενδιαφέρουν πολύ, γιατί νομίζω αν κάτσω κοντά τους θα χάσω τη θέα.
Στα βράχια γύρω ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος γιατί υπάρχουν σπηλιές στην ακτή όπου χώνονται τα κύματα μέσα και δημιουργούν δίνες. Μοιάζει με μουσική που έρχεται από την Κόλαση. Οι γλάροι κάτασπροι σκορπισμένοι στη θάλασσα κοντά στ άσπρα καραβάκια αποτελούν μια συντεχνία στο ζωγραφικό πίνακα του τοπίου. Και τώρα αισθάνομαι σαν ανακαλύπτω καινούργιους κόσμους μυθικούς . Να φταίνε οι αρχαίοι αμφορείς που ανακάλυψα μέσα στο καφενείο γύρω γύρω στα ράφια και θαμπώθηκα από την ομορφιά των ευλύγιστων γραμμών τους;
Η ποίηση γέμισε τα σωθικά μου.
Μούπαν να προσέχω τα φίδια εκεί που μένω μόνη μου . Πάνω στο άδειο βουνό έχει τυφλίτες και οχιές. Πράγματι το σκέφτηκα από την αρχή όταν πάτησα το πόδι μου σ αυτό το τοπίο αλλά αυτό ήταν που με προσέλκυσε, η αγριότητα του τοπίου.
Με ρώτησαν οι κάτοικοι γιατί είμαι εδώ και τους είπα ότι ψάχνω ν αγοράσω κανένα στάβλο! Με ρώτησαν γιατί στάβλο και τους είπα μ αρέσει η μυρωδιά των ζώων, γιατί σε στάβλο μεγάλωσα! Με κοιτούσαν με πολλά ερωτηματικά. Δεν πίστευαν σ αυτά που άκουγαν. Όμως ήταν αλήθεια. Η μυρωδιά αυτή με συγκινούσε από παιδί, η αληθινή μυρωδιά του στάβλου που είχα ξεχάσει. Ειδικά η ζεστασιά που αναδίνουν τα σώματα των ζώων όταν έμπαινα μέσα στο στάβλο. Εκεί που ξεγεννούσαν οι αγελάδες και εγώ έτρεχα όταν ο πατέρας μου , που ήταν διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Ασωμάτων, μου ανακοίνωνε το γεγονός, για να δω πως γεννούν, για να συμπαρασταθώ στο θαυμάσιο μυστήριο της γέννησης. Ηταν τότε που περίμενα να σταθεί το μικρό μοσχαράκι στα τρεμάμενα πόδια του που είχαν κατεύθυνση προς τα έξω και μερικές φορές έπεφτε κάτω γιατί έχανε την ισορροπία του. Τότε γύριζε η μητέρα του με σχεδόν πονεμένο βλέμμα για να το προλάβει. Εβγανε μια απέραντη αγάπη απ την κίνηση που έκανε όλος εκείνος ο όγκος με τις θαυμάσιες μαύρες βούλες. Τότε πρόσεχα τα ρουθούνια της που ήταν υγρά και τη γλώσσα της που άφηνε να τρέχουν τα σάλια από το στόμα. Ημουν 7 χρονών και παρατηρούσα αυτόν τον όγκο που γυρνούσε όλο αγάπη προς τα εμένα γιατί ήξερε πως κι εγώ ήμουν μικρό παιδί σαν το παιδί της. Μούριχνε βλέμματα όλο γλύκα γιατί είχε γεμίσει από αγάπη με τη γέννηση του παιδιού της. Ακόμα τώρα τη βλέπω μπροστά μου να με κοιτά με τα υγρά πανέμορφα μάτια της και να ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες με έκφραση Ντίβας.
Στάβλο λοιπόν θέλω να αγοράσω για να ξαναμυρίσω το σανό για να ξαναξαπλώσω και να χωθούν στα ρούχα μου και να με γαργαλούν τα άχυρα , που ο πατέρας μου τάψαχνε το βράδυ γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Στο χώρο του στάβλου αισθάνομαι ελεύθερη γιατί εκεί απελευθερώνονται οι αισθήσεις μου και αφήνομαι στο υγιεινό περιβάλλον.
Μερικοί ψαράδες μιλάνε μεγαλόφωνα για τις τιμές που έχουν αυξηθεί40 ευρώ από το καΐκι οι αστακοί. Πόσο να τους πουλήσουμε 40 ευρώ μαγειρεμένους, δεν είναι λογικό. Σαυτή την ταβέρνα όπου μαζεύονται οι ψαράδες. Εχει καλό ψάρι. Το νησί έχει κουφώματα και μεγάλες τρύπες. Το τοπίο έχει μια τραγικότητα και είναι άγριο.
Η θάλασσα πεντακάθαρη με τα θαυμάσια τυρκουάζ χρώματα, λόγω της άσπρης άμμου του βυθού.
Μου λείπει αφάνταστα ο Νικόλας, τον σκέπτομαι κάθε λεπτό και υποφέρω. Όλα τα συζητώ μαζί του, θάθελα να κολυμπήσουμε μαζί σαυτή την απέραντη γαλαζοπράσινη θάλασσα. Τα κουφονήσια μ αρέσουν πολύ γιατί έχουν μια άγρια ομορφιά. Μαρέσει επειδή αγαπώ την ελευθερία. Αισθάνομαι απέραντα ελεύθερη και πρώτη φορά δεν θέλω ν ανήκω σε κανένα, μόνο θέλω να είμαι ο εαυτός μου.
ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ
Αν τα νιάτα ήξεραν και τα γερατειά μπορούσαν
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ
Και τα έτη αυτού εβδομήκοντα, εν δυναστείες ογδοήκοντα, τα πλείονα αυτών κόποις και μόχθοις
Κος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΚΑΛΕΣΤΟΣ (3/7/99)
Παλιά οι γυναίκες φορούσανε μαξιλαράκια από πίτουρα (βάτες) για να φαίνονται ωραίες.
Ετσι βγήκε το τραγούδι:
Εσεις λιμοκοντόρισες με τα ψηλά τακούνια που δεν αφήσατε πίτουρο για πίτουρο να φάνε τα γαϊδούρια.
Επίσης (πριν από 90 χρόνια) έκοβαν τις μύτες από τα μυτερά παπούτσια των ανδρών που ήταν της μόδας, επειδή ήταν άπρεπο.
Επίσης την εποχή που ήταν δικτάτορας ο Πάγκαλος, ο παππούς του σημερινού, κυκλοφορούσε το ανέκδοτο:
Δεν μ αρέσουν του Πάγκαλου τα γούστα, τριάντα πόντοι η φούστα κι άμα είναι πιο κοντή πρόστιμο και φυλακή.
Πάρος χειμώνας 2000
Ο πρώτος χειμωνιάτικος ήλιος και οι καρδιές ζεσταίνονται ανάβουν. Μετά το τελευταίο κρύο η τωρινή λιακάδα.
Ανασαίνω βαθιά.
Βλέποντας τα νησάκια απέναντι και στο βάθος η Σίφνος.
Πρώτος χειμώνας στην Ελλάδα, ο πρώτος μετά από 13 ολόκληρα χρόνια ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ.
Απέναντι από τον Αγιο Φωκά και η παραλία είναι γεμάτη με αδέσποτα που πεινάνε. Τις προάλλες βάλανε φωτιά στο σπίτι της Μαρουσώς δίπλα στο Κάστρο. Ακουσα το πρωί να φωνάζουν δυνατά σφυρίκτρες, νόμιζα ότι τίποτα παιδιά έπαιζαν. Κάηκε ολότελα ήταν δίπλα στον Αγιο Κωνσταντίνο πάνω σ αρχαία.
Σήμερα 26/1/2000 βρήκα πολλά άσπρα μάρμαρα στο σπίτι μου στο Κάστρο. Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ.
Μαντινάδες
Κάλιο στα όρη μοναχός, στα δάση με τους σχίνους,
παρά στην πόλη αραχτός, μέσα στους άσπρους τοίχους
Σα δε σαρέσει η βοσκική, γάμο εγώ δεν κάνω,
γιατί βοσκός γεννήθηκα, βοσκός και θα πεθάνω.
Κρήτη δε θα σαφήσουνε ο χρόνος να σε φθείρει
ο Καζαντζάκης και οι νεκροί απούνε στ ακρωτήρι.
Αχου και πως μ αρέσουνε του Ψηλορείτη οι στράτες,
όπου τσι περπατούσανε στον πόλεμο οι αντάρτες
Πάρος 1999
Πόσα πολλά έχουν αλλάξει στην Ελλάδα, αλλά η θάλασσα είναι πάντα ωραία και ο ήλιος λαμπερός και ολόκληρη η φύση
Και ξαφνικά σήμερα άρχισα νανακαλύπτω την ντοματοσαλάτα! Το λάδι ειδικά ευλογημένο μέσα στη σαλάτα. Επίσης οι ελιές Καλαμών πανόστιμες και διακοσμούν τόσο ωραία το πιάτο. Δίνει ένα τόνο βουνού και όταν τη δοκιμάσεις όλο το πιάτο είναι γεμάτο Ελλάδα, Θάλασσα, τραγούδι.
Τον βράχο αυτόν τον είδαμε αντάμα
πέρα στ ορίζοντα την άκρη
τότε άρχισε για μας το πρώτο σκαλοπάτι
ήτανε κάδρο στου παράθυρου το χώρο
εκεί που έφυγα αφήνοντά σε μόνο.
Αγία Ειρήνη 6/7/1999
http://isabmavro.blogspot.gr/2012/01/2005.html
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2005
Η αδελφή μου η Ισαβέλλα.
Η Ισαβέλλα είναι η μικρότερη από τα αδέλφια μου, 11 χρόνια ποιο μικρή από εμένα και είναι αρχιτέκτων, πολύ δυνατός άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 12 του Γενάρη το 1944. Οι Γερμανοί είχαν κυνηγήσει τον πατέρα μας και αυτός κρυβόταν στο σπίτι μας. Όταν γεννήθηκε η Ισαβέλλα, ο πατέρας μας, παρουσιάστηκε στο μαιευτήρα γνωστό του γιατρό και βοήθησε στο ξεγέννημα της Ισαβέλλας που έγινε στο σπίτι μας. Την Ισαβέλλα την τάιζε και την άλλαζε ο πατέρας μας και έτσι είχαν ένα ιδιαίτερο δεσμό. Ηταν σαν να είχε δυο μητέρες.
Λίγο αργότερα πήγαμε στα Χανιά και εκεί μεγάλωσε. Την άφησα στα Χανιά επτά χρόνων για να πάω στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα και έτσι «την μπερδεύω» πολλές φορές και την φωνάζω
με το όνομα της κόρης μου της Στέλλας. Στη συνέχεια ήρθε με τη μητέρα μας και τον αδελφό μας τον Τάσο στην Αθήνα. Όταν τέλειωσε το Λύκειο πήγε με τον Τάσο στην αρχιτεκτονική του Γκρατς της Αυστρίας και στην τέταρτη τάξη ήρθε στη Θεσσαλονίκη από όπου και πήρε το δίπλωμά της. Ένα διάστημα δούλευε στη Γερμανία υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, τόσο που δεν ήξερε τι ήταν κάτω από το παράθυρο του γραφείου της, γιατί δεν είχαν καιρό, ούτε την άδεια, να κοιτάξουν προς τα έξω. Μια φορά το χρόνο που είχε λιακάδα …τους έδωσαν άδεια, μια ώρα, να πάνε στο πάρκο!!
Δεν την άντεχε τη Γερμανία. Γύρισε στην Ελλάδα και προσελήφθη στον ΟΤΕ. Ηταν αγαπητή σε όλους συναδέλφους και προϊστάμενους και όταν πήρε σύνταξη ασχολήθηκε με τα ενδιαφέροντά της.
Ο άνδρας της, ο Κλάους, γερμανικής καταγωγής, αξιόλογος άνθρωπος, πολιτικός μηχανικός με έντονη ζωή στον Καναδά όπου δούλευε εγκατέλειψε τα πάντα στα 45 χρόνια του μετά από έμφραγμα που έπαθε. Γύρισε στη Γερμανία όπου του συνέστησαν οι γιατροί να ζήσει σε θερμό κλίμα. Ηρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Αγιο Ορος όπου γνώρισε τον γέροντα Παίσιο που είχε ενοράσεις. Περίμενε στη σειρά 15ος να τον δει όταν ο Παίσιος βγήκε έξω τον έδειξε και είπε Κλάους έλα μέσα. Εμεινε μαζί του πάνω από ένα χρόνο. Εγινε ορθόδοξος ο Παίσιος τον βάπτισε Νικόλα.. Όταν ο Παίσιος έφυγε από το Αγιο Ορος ο Κλάους, Νικόλας πλέον, πήγε στην Πάρο όπου δούλευε σαν γκαρσόνι. Εκεί γνώρισε την Ισαβέλλα και παντρεύτηκαν στη Χιλιαδού της Εύβοιας. Μετά τη συνταξιοδότησή της, η Ισαβέλλα, έζησε στο κτήμα του άνδρα της, στη δυτική Γερμανία σε ένα παλιό μεθοριακό σιδηροδρομικό σταθμό στο Mατίερτσόλ (Μattierzoll) πενήντα χιλιόμετρα από το Μπράουνσβάικ (Braunschweig), υπό συνθήκες πολύ δύσκολες. Ζούσαν χωρίς θέρμανση, χωρίς τουαλέτα και με νερό από πηγάδι, από ιδιορρυθμία του άνδρα της που ήθελε να ζει μακριά από τον πολιτισμό, σαν αγρότης σε περασμένο αιώνα. Βέβαια αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξει κανείς και πάλι καλά, η Ισαβέλλα, το δέχτηκε δώδεκα τόσα χρόνια.
Έχει κάνει τα πιο απίθανα ταξίδια, Ινδία, Νεπάλ, Κασμίρ, Ταϊλάνδη, Ιαπωνία, τριάντα μέρες στην Κίνα και άλλα. Πήρε πτυχίο ιστιοπλοΐας σκαφών ανοικτής θάλασσας. Το Νοέμβριο του 2002 είχε δώσει εξετάσεις για την Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα.
Η φωτογραφία είναι από αγώνα δρόμου ένδεκα χιλιομέτρων, ορεινής διαδρομής, στη Γερμανία, την 12.1.1992 που τα έκανε σε χρόνο 1 ώρα 10 λεπτά
Γράφει πίσω από τη φωτογραφία: «Είμαι χαρούμενη που τα κατάφερα. Οι άνθρωποι με χειροκροτούσαν και εγώ ευχαριστημένη προσπαθούσα να χαμογελάσω με τις γροθιές σφιγμένες και τα δάκτυλα προς τα πάνω σε ένδειξη νίκης.»
Τέσσερα χρόνια τώρα ζει στην Πάρο, στην Παροικιά, στο μικρό κουκλίστικο σπιτάκι της που το έφτιαξε μόνη της και ασχολείται με θέατρο και άλλα ενδιαφέροντα. Εχει παίξει Λυσσιστράτη, Μήδεια, Φαύστα, του Μποστ σαν μέλος του πολιτιστικού συλλόγου Πάρου «Αρχίλοχος». Πιστεύω ότι είναι τα καλύτερά της χρόνια και θα ήταν ακόμη καλύτερα αν δεν είχε τα προβλήματα με την υγεία της που θα τα ξεπεράσει γρήγορα γιατί είναι πολύ δυνατός άνθρωπος. Τόσο δυνατός που μας έχει εκπλήξει όλους.
Στο Σκάλωμα το Πάσχα του 1987.
Ο άνδρας της ο Κλάους, η Ισαβέλλα, ο Τάσος και η Στέλλα.
Ασχολείται ακόμη με ποίηση και ζωγραφική. Εχει ζωγραφίσει αρκετά ενδιαφέροντα έργα. Πρόσφατα μάλιστα έκανε και έκθεση στην Πάρο που όμως δεν μπόρεσε να παραβρεθεί εξ αιτίας της χημειοθεραπείας. Να σκεφθεί κανείς ότι κατάφερε να παίξει θέατρό –Φαύστα- ένα βράδυ στην Πάρο, όταν το πρωί είχε κάνει χημειοθεραπεία στο Ιατρικό Κέντρο στην Αθήνα. Εφυγε αεροπορικώς. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο είχε μαζί της πλαστική σακούλα μην τυχόν κάνει εμετό.
Οταν τη ρώτησα αν της έρθει εμετός στη σκηνή τι θα κάνει, μου απάντησε ότι θα το κάνει μέρος του έργου και θα πει στο παιδί της : «βλέπεις τι παθαίνω που με στεναχωρείς!!» Μου είπε δεν μπορώ να λείψω δεν θα γίνει η παράσταση και θα στεναχωρηθούν οι φίλοι μου! Και τώρα πάλι στο Ιατρικό Κέντρο στην Αθήνα, μακριά από την Πάρο και τους φίλους της, που τόσο αγαπά, παραμονές Χριστουγέννων 2003, διαβάζει το ρόλο της για το θέατρο, από το «σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», που της έστειλαν οι φίλοι της, από την Πάρο, με φαξ και που την περιμένουν να παίξουν μαζί
Επίσης γράφει ποιήματα. Τώρα μέσα στο νοσοκομείο έγραψε μερικά. Είναι αισιόδοξη ότι θα τα καταφέρει να νικήσει και αυτή τη φορά όπως τόσες άλλες δυο χρόνια τώρα.
Μέχρι εδώ το κείμενο το έγραψα και το διάβασε, γιατί μου ζήτησε να γράψω και για τα αδέλφια μου, όταν διάβασε, στο νοσοκομείο, τα απομνημονεύματα του πατέρα μας, που τα είχα δακτυλογραφήσει και της είπα ότι έχω γράψει και εγώ για τη ζωή μου και τα έχω όλα σε site στο internet
( www.mavrogeni.gr).
Τα παρακάτω τα συμπλήρωσα μετά..
Της ζήτησα να διαβάσω τα ποιήματα που έγραψε, αλλά δεν με άφησε γιατί ήθελε να τα επεξεργαστεί πρώτα, μάλιστα τα έκρυψε στο τέλος ενός μπλοκ. Περπατά στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ρωτώντας τους συγγενείς πως πάνε οι δικοί τους, κρατώντας τον ορό και δυο σακούλες με σωληνάκια ΄΄και δεν τρέχει τίποτα΄΄. Ολοι τη γνωρίζουν. Πριν λίγες μέρες πέθαινε μια κυρία στο ίδιο δωμάτιο με αυτήν. Είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη φιλική σχέση με τα παιδιά της. Της πρότειναν να αλλάξει δωμάτιο για να μη βρίσκεται στο ίδιο την ώρα του θανάτου, δεν δέχτηκε γιατί ήθελε να συμπαραστέκεται στα παιδιά της. Ο Δημήτρης ο εγγονός μου πήγε και την είδε και του χάρισε ένα φακό. Την άλλη μέρα έστειλε ένα φακό και στον άλλο εγγονό μου το Βασίλη ο οποίος, επτά χρόνων, της έγραψε και γράμμα.
«Ισαβέλλα περαστικά σε αγαπάμε πολύ. Δημήτρης και Βασίλης»
Τις τελευταίες μέρες πονά πολύ είναι πρησμένη η κοιλιά της και την πιέζει δεν μπορεί να ξαπλώσει, έχει σαράντα μέρες να φάει, τρέφεται με σωληνάκι, έχει καθετήρα για τα ούρα και σωληνάκι από τη μύτη για να φεύγουν τα υγρά του στομάχου γιατί αλλιώς της φέρνουν οδυνηρούς εμετούς, παρ όλα αυτά δεν χάνει το κουράγιο της ούτε στιγμή.
Τώρα και τρεις μέρες, για να μην πονά, της δίνουν ισχυρά αναλγητικά με συνέπεια να μην πονά αλλά και να μην μπορεί πια να περπατήσει στους διαδρόμους του νοσοκομείου όπως έκανε μέχρι τώρα.
Εκλεισε ένα μήνα στο ιατρικό κέντρο με τη συνεχή παρουσία κάποιου από εμάς, της Ζωής, της Γκύτε, τη δική μου και του άντρα
της, του Κλάους, που ήρθε αναπάντεχα από τη Γερμανία. Ο ερχομός του άντρα της τη συγκίνησε πολύ, είχε να τον δει τέσσερα χρόνια.
Μου έλεγε πόσο πολύ αγαπά το Γιώργη που την είχε στην αγκαλιά του και την προκαλούσε να του διηγείται επί δυο ώρες τις εντυπώσεις της από το ταξίδι στο Κασμίρ και το Νεπάλ. Πόσο χαρούμενη, μου έλεγε, την έκανε που της θύμισε ευτυχισμένες μέρες. Μου έλεγε ότι δεν το πίστευε ότι την αγαπάνε τόσο πολύ όλοι.
Οταν την βλέπω μου λέει, θα τα καταφέρω μη στεναχωριέσαι και εμείς παίζομε θέατρο και της λέμε ότι πάει καλύτερα και τη πρωτοχρονιά θα την περάσουμε μαζί στη Δροσιά.
Με τα ισχυρά αναλγητικά έχουν αρχίσει να πέφτουν οι αντιδράσεις του οργανισμού και να μην έχει δυνάμεις, αλλά δεν το βάζει κάτω. Πιστεύει ότι θα νικήσει.
Στις 20 του Δεκέμβρη σε μερική καταστολή από τα φάρμακα για να μην πονά, αλλά σε πλήρη διαύγεια, θα έρχονταν τα ανίψια της από τη Γερμανία, ο Μάρτιν και η Ηρώ.
« Πως θα με δουν έτσι, θα στεναχωρηθούν τα γλυκά μου». Μου ζήτησε τη χτένα να χτενιστεί και το ρουζ να βάλει λίγο στα χείλη της.
Εφυγε από κοντά μας στις 23 του Δεκέμβρη, το βράδυ, με αξιοπρέπεια χωρίς να λυγίσει, δίνοντας θάρρος, μέχρι την τελευταία στιγμή, σε μας αντί να της δίνομε εμείς.
Ηταν ένας αξιόλογος και δυνατός άνθρωπος με αγάπη για τη ζωή.
Οι συγγενείς και οι φίλοι της θα τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη.
Δεν της πρέπουν κλάματα μόνο χειροκροτήματα, έπαιξε σωστά και με πάθος το ρόλο της στη ζωή.
Η Ισαβέλλα στη Δροσιά. Καλοκαίρι 2003, σε ένα διάλειμμα από τη χημειοθεραπεία.
Δυο μέρες πριν φύγει μαγνητοφώνησα συζήτηση που κάναμε και που διάβαζε με τη βοήθειά μου, το ρόλο της Μαρίας Χοσέφα από το «σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Το έκανε με πολύ κόπο αλλά και με πολύ πάθος.
Πόσο χαιρόταν όταν την έπαιρναν τηλέφωνο οι φίλοι της από την Πάρο και πόσο χάρηκε όταν ήρθε στο νοσοκομείο ο Γιώργος ο γιατρός και της έλεγε ανέκδοτα.
Την τελευταία μέρα πήρα για λίγο κρυφά τα ποιήματα που είχε γράψει και τα φωτοτύπησα σε ένα φαξ. Ευτυχώς γιατί στην αναμπουμπούλα του θανάτου πετάχτηκε το μπλοκ και παρόλο που ψάξαμε δεν μπόρεσε να βρεθεί.
Ηθελε πολύ να μαζέψει τα ανίψια της όλα μαζί και να τους κάνει τραπέζι. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε γιατί λόγω σπουδών των παιδιών του Τάσου δεν ήταν εύκολο να βρεθούν όλοι μαζί. Η επιθυμία της έγινε στην κηδεία που λόγω εορτών βρέθηκαν όλοι στην Αθήνα.
Μετά μια βδομάδα ήρθαν όλοι στο σπίτι μου στη Δροσιά και είδαμε τη βιντεοκασέτα που παίζει τελευταία φορά τη Φαύστα. Είναι πολύ συγκινητική. Μετά πήγαμε και φάγαμε όλοι μαζί με μια οικογενειακή φίλη την Ανθια. Τη νιώθαμε να είναι δίπλα μας ευχαριστημένη που είμαστε όλοι μαζί. Στη φωτογραφία τα ανίψια της ο Γιώργης, ο Μάρτιν, η φίλη μας η Ανθια, η Ηρώ και η Στέλλα.
Βασίλης Μαυρογένης
Αθήνα 4/1/2004
ΥΓ. Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Σταμάτης, 87 χρόνων, σήμερα, έγραψε το παρακάτω ριζίτικο στη μνήμη της Ισαβέλλας:
Χάρε και γιάντα δε γερνάς γιάντα δεν αποθαίνεις
γιάντα δεν γίνουνται κι εσέ χώμα τα κόκκαλα σου
για να μη βγαίνεις χάροντα εις τον απάνω κόσμο
να παίρνεις νιούς ελεύθερους και νέες παντρεμένες
να παίρνεις και μωρά παιδιά.
Στις 20 του Μάη το 2004 έφυγε και αυτός. Ηταν 87 χρόνων στη σημαδιακή ηλικία της οικογένειας. Στην ίδια ηλικία πέθαναν και τρία αδέλφια του, η μητέρα του και ο παππούς του!!
Θ άπρεπε να γράψω και γι αυτόν. Ηταν πραγματικά αξιόλογος άνθρωπος. Ηταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Τα άλλα δυο αγόρια είχαν μορφωθεί (Γεωπόνος, Αξιωματικός) αυτόν όμως, παρ όλο που ήταν ο εξυπνότερος, ο πατέρας του δεν τον άφησε να μορφωθεί, και τον κράτησε κοντά του μετά το δημοτικό να τον βοηθά. Αυτός βέβαια έλεγε ότι τέλειωσε το Πανεπιστήμιο!! Και πράγματι το είχε τελειώσει. Τρία χρόνια στη Γυάρο, την Ικαρία και τη Μακρόνησο με καθηγητές τον Κατράκη τον Θεοδωράκη και άλλους εξέχοντες αριστερούς διανοούμενους. Ηταν πάρα πολύ καλλιεργημένος με πολλές γνώσεις. Εκανε φοβερά γλέντια στο χωριό και ήταν στιχοπλόκος και ανεκδοτολόγος.
Κάποτε έμαθε ότι στην Αθήνα παντρευόταν ο γιος του φίλου και συγχωριανού του, Μπιλαλογιάννη.
Καθόταν στο καφενείο στο Σελί στους Λάκκους και λέει σε μερικούς της παρέας του. Μωρέ πάμε στην Αθήνα;
Ντυθήκανε, κατέβηκαν στα Χανιά και πήραν το αεροπλάνο για την Αθήνα. Στη διαδρομή το αεροπλάνο κουνούσε πολύ και ο φίλος του που καθόταν δίπλα του έτρεμε από το φόβο του. Του λέει ο Σταμάτης, ήντα χεις μωρέ; Και αυτός απαντά: Φοβάμαι μωρέ Σταμάτη μην πέσει το αεροπλάνο. Και ο Σταμάτης του ανταπαντά: Μωρέ κουζουλός είσαι; και τι σε νοιάζει εσένα, δικό σου είναι το αεροπλάνο;
Πήγανε στον Μπιλαλογιάννη στον Πειραιά, πέντε φίλοι και έκατσαν τρώγοντας και πίνοντας τρεις μέρες. Ο Μπιλαλογιάννης τους λέει τι σκέφτεστε παιδιά πότε λήγουν τα εισιτήρια που έχετε βγάλει. Και ο Σταμάτης του απαντά: Α μωρέ Γιάννη δεν έχομε βγάλει εισιτήρια επισροφής και ανε θες να φύγομε πρέπει να πας να μας βγάλεις εσύ με δικά σου λεφτά γιατί δεν έχομε και λεφτά!! Ετσι και έγινε τους έβγαλε τα εισιτήρια και γύρισαν πίσω μετά πέντε μέρες χωρίς να κοιμηθούνε καθόλου!!!
Η Ισαβέλλα στο Ιατρικό κέντρο διάβαζε συνέχεια και έγραφε ποιήματα. Της ζήτησα να τα διαβάσω αλλά δεν μου τα έδωσε γιατί ήθελε να τα επεξεργαστεί
Δυο μέρες πριν φύγει πήρα για λίγο κρυφά τα ποιήματα και τα φωτοτύπησα σε ένα φαξ. Ευτυχώς γιατί στην αναμπουμπούλα του θανάτου πετάχτηκε το μπλοκ και παρόλο που ψάξαμε δεν μπόρεσε να βρεθεί.
Τα ποιήματα δεν μπόρεσε να τα επεξεργαστεί, και έτσι όμως είναι ενδιαφέροντα:
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 3/12/2003
Σώματα γυμνά, κορμιά σκελετωμένα
τη θαλπωρή των νοσοκόμων περιμένουν
καρτερικότητα στον πόνο δείχνουν
για να στηρίξουνε αυτό το οικοδόμημα
που καταρρέει στο χρόνο
Αυτά τα εξαίσια σώματα που είναι ύλη και δεν είναι,
που πρόσκαιρο το διάβα μας σηματοδότησαν.
Μέσα τους κατοικούν οι ψυχές μας οι θείες
δοκιμασμένες με άπειρες θυσίες.
Τα σώματα αυτά που ακατάπαυστα πονάνε
κι όμως τόσο εξαίσια μας συντήρησαν
Γύρω μας πόνοι και ανέχεια
που δίνει στη ζωή μας μια συνέχεια!
Ως πότε πια θα καρτεράμε,
ισορροπία να φέρομε στο σύμπαν και στα σώματα
Έχομε μέσα μας τόσα πολλά βιώματα.
Ω θείο σώμα πενταγέννητο θνητό που η
αναπνοή σου καθορίζει την πορεία μας.
(Μα το καθένα μας κρύβει μια άλλη ιστορία
το έχει διαγράψει)
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 9/12/2003
Εξω λυσσομανά ο βοριάς
στης θαλπωρής μου το μικρό κρεβάτι
μπροστά μου τρέχει αφηνιασμένα
της σκέψης το άγριο Ατι
φουρτούνες φέρνοντας μαζί του
λυσσομανά στο άδειο το κορμί του
τρέχει φωνάζει για τα περασμένα
τα ξεχασμένα όνειρα και τα χαμένα
Αφανισμένα από των χρόνων την οδύνη
παρέσυρε και μένα σε μια δίνη
του ποταμού που λέγεται ζωή
που παρασύρει στο διάβα του ότι βρει.
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 10/12/2003
Ηρθε ο Klaus!
Ηρθες και μούφερες το φως της Γερμανίας
Τα κοκαλιάρικά μου χέρια ζέστανες
Η μυρωδιά σου παλιά μου γνωριμία
Τα μάτια σου διάφανα μες το σκοτάδι
τη θαλπωρή σου ένοιωσα σαν χάδι
ο πρώτος έρωτάς μου έχει περάσει
τώρα αγάπη φωλιάζει στην καρδιά μου
νιώθω το σώμα μου νάχει γεράσει
της αγωνίας την αναπνοή κρατώ
μα που και που από συνήθεια ρωτώ
και τις παλιές αναμνήσεις αποζητώ
Τώρα το ξέρω θάμαι πάλι μονη
μα εγώ κρατώ γερά στο χέρι της Ζωής μου το τιμόνι
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 12/12/2003
Λειωμένα σώματα απογυμνωμένα
επάνω στασπρα τους σεντόνια σέρνονται
του κάκου ψάχνονται υγεία για να βρούνε
και το καθένα τους έχουν πολλά να πούνε
αφήνονται στου πόνου το κρεβάτι
έχοντας στο νου τη λέξη υπομονή
ακούγοντας προσεκτικά την κάθε συμβουλή
Βαθύτερα αισθήματα αγάπης
που νιώθεις για καθένα απ αυτά
χωρίς να ξεχωρίζεις το δικό σου
τα σώματα με τις ψυχές τους μέσα
Όλα τους περιμένουν ένα θαύμα
Για να τους βγάλει απ την άπειρη αγωνία
Σε μερικούς κορμούς αγάπης
Ο χάρος περιμένει στη γωνία
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 14/12/2003
(Οταν πέθανε μια γιαγιά στο διπλανό της κρεβάτι)
Σκελετωμένα σώματα συντρίμμια
στου πόνου το κρεβάτι ξαπλωμένα
ύπουλα καρτερεί ο χάρος.
Πως ήταν κάποτε αυτά τα σώματα
με τα χιλιάδες τους βιώματα;
Σέρνονται τώρα μες το χρόνο άσκοπα
βιώνοντας το αύριο το τώρα και το χθες
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 12/12/2003
(24 χρόνια από το θάνατο της μητέρας μας, δεν της τον θύμησα για να μην κάνει δυσάρεστους συνειρμούς. Ομως αυτή το θυμήθηκε.)
Η Μανούλα μας!
Η μανούλα μας στου πόνου το κρεβάτι
πόσο τη νιώθω και τη σέβομαι
Πολλές φορές ήρθες στη σκέψη μου γλυκιά μου
για ν απαλύνεις της τραγωδίας μου το δράμα
μου λείπεις κάθε μέρα πιο πολύ
θυμάμαι το γλυκό σου το φιλί
πόσο με γλύκαινες με τα απαλό σου χάδι
οταν καθόσουν δίπλα μου το βράδυ
καρτερικά περίμενες
στου πυρετού μου το άσπρο μαξιλάρι.
Ιατρικό Κέντρο Αθήνα 15/12/2003
Πόση αγάπη έχεις νοιώσει από τον κόσμο
του άπειρου τη γνώση εδοκίμασες
ωρίμασες τρομάζοντας στον πόνο
της μοναξιάς το δρόμο που ξεκίνησες
Πολλές χαρές μελαγχολίες και ξενύχτια
τόσες πολλές που γίνανε συνήθεια
κάθε τι ήτανε μόνιμη καθημερινότητα
Μη μου μιλάτε γι ακρογιάλα ξένα
μη μου σκορπίζετε το νου στα περασμένα
περάσαν φύγαν σαν πουλιά
κι οι σκέψεις αιωρούνται στον αιθέρα
στην καθημερινότητα αναπολούν τη γιατρειά
Τώρα η ζωή είναι αστείρευτη πηγή
το νέκταρ απολαμβάνω κάθε μέρα
που τρύγος έγινε στις άγνοιας το φιλί
Στο αγκάλιασμά σου έχω μάθει να ξεχνώ
και τη φιλία μας ν απολαμβάνω πέρα ως πέρα
γιατί αγνά αισθήματα ξυπνώ
που μόνο η αγάπη ανακαλύπτει
Όταν ήταν στο νοσοκομείο μου ζήτησε να της βρώ ένα γράμμα που μου είχε στείλει το Πάσχα του 1999 από τη Γερμανία. Ηθελε να το επεξεργαστεί για να το δημοσιεύσει σε ένα έντυπο της Πάρου που της είχαν ζητήσει συνεργασία.
Μου είπε ότι είχε πάει στο Braunschweig σε μια γιορτή των Ελλήνων για το Πάσχα. Όταν έφευγε, ρώτησε ένα Ελληνα πόσα χρόνια έχεις να πας στην Ελλάδα 15, ένα άλλο 25 είπε κλαίγοντας, και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση, ε όχι θα γυρίσω το γρηγορότερο και μόνιμα στην Ελλάδα!
Το γράμμα, δώδεκα τόσες σελίδες, σε στυλ θεατρικού έργου γραμμένο, το βρήκα, και το αντιγράφω παρακάτω, όπως ήταν γραμμένο, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί ούτε θέλησε να της το διαβάσω δεν άντεχε τόση συγκίνηση, μου το είχε γράψει όταν τους κάλεσα να έρθουν στη Δροσιά να ψήσουμε οικογενειακώς το αρνί του Πάσχα του 1999.
Πάσχα!
Μια αυλή από μπετόν έξη άνθρωποι μεσόκοποι κάθονται κάτω από μια τέντα και γυρίζουν πέντε σουβλιστά αρνιά.
Μια Ελληνίδα καλοντυμένη με ένα ξανθό παιδί 12 χρόνων μπαίνουν όλο περιέργεια στην αυλή. Η μυρωδιά από τα σουβλιστά αρνιά τους κτυπούν κατευθείαν στη μύτη. Ο νεαρός ξανθός στρουμπουλός σκάει ένα χαμόγελο, αυτό ήταν λοιπόν που είχε φανταστεί.
Τα βλέμματα των σουβλατζήδων πέφτουν κατ ευθείαν επάνω τους και η Ελληνίδα σκάει χαμόγελο όχι τόσο για τα αρνιά αλλά γι αυτά τα πανέμορφα μελαγχολικά μαύρα μάτια για τα μουστάκια του για τα χοντροκομμένα χέρια του που μυρίζουν σούβλα και είναι ροζιασμένα απ΄ τα εργοστάσια της Γερμανίας! Αυτόν ήθελε να γνωρίσει. Αυτή η μορφωμένη βουτηγμένη τα τελευταία 10 χρόνια στην κάπνα της απλής ζωής δεν τη πειράζει καθόλου να κάτσει και να γυρίσει τη σούβλα. Προτρέπει και το 12 χρονο Γερμανό κι αυτός με τρεχάμενα τα σάλια του απολαμβάνει το ΑΡΩΜΑ απ΄ τ΄ αρνιά, από Ελλάδα του 1950.
ΚΑΤΩ απ΄ τ΄ αρνιά έχουν βάλει λαμαρίνες για να μην λερώσουν την πεντακάθαρη Γερμανία! Δυο λαμαρίνες μια κάτω απ΄ το στήθος των αρνιών και μια κάτω από τα σκέλια!
Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά , χαιρετά η Ελληνίδα όλους, ακολουθεί και ο νεαρός.
Αρχίζουν οι ερωτήσεις! Από πού είσαστε που μένετε? Είσθε Ελληνίδα ! Είμαι Κρητικιά όσο και εγωιστικό κι αν ακούγεται όμως πολύ περήφανη! Μένω στα σύνορα από Ανατολική Γερμανία αλλά δυστυχώς από τη δυτική πλευρά. Και έρχεσαι από τόσο μακριά? Ναι θέλω να σας γνωρίσω θέλω να μιλήσω Ελληνικά με Ελληνες. Τα μάτια αρχίζουν να σπιθοβολούν. Τα αυτιά ανοίγουν λίγα εκατοστά προς τα πλάγια! Βάλε ρε Γιωργίκα Ελληνική μουσική, δυνατά ρε πιο δυνατά.
Ακολουθεί ένα ανέκδοτο και επειδή ήταν λίγο σόκιν ζητούν συγνώμη και για να τους ενθαρρύνω:
ωραία ρε παιδιά τέτοια θέλω ν ακούω για να αισθανθώ μέσα στα ρούχα μου!
Είναι γιος σου ο μικρός όχι είναι γιος φίλης μου και επειδή είχαμε πάει στην Ελλάδα ξέρει κάτι λίγο από μας, μας έφερε η μάνα του δεν έχω αυτοκίνητο.
Ξαφνικά ακούω ένα ρεμπέτικο, αφήνω τη σούβλα, τρέχει ο μουστακαλής την παίρνει αμέσως για να μην καεί τ αρνί. Σηκώνομαι και αρχίζω δειλά δειλά βήματα με σκυμμένο το σώμα η καμπούρα μου διακρίνεται ευκρινώς κάνει και ωραίο καιρό!
Ναι σήμερα είναι για μας για τη Λαμπρή. Χορεύω και όλη η κομπανία των σουβλατζήδων με παρακολουθεί. Κάνω και μια στροφή φωνάζουν.
Ανοίγομαι φωνάζω άιντε! και ένα βαθύτατο ΩΧ βγαίνει από τα σωθικά μου όλοι χορεύουν μαζί μου μόνο κοιτάζοντας με, που και που ρίχνω και ένα βλέμμα μήπως και τους κακοφανεί ο χορός μου ή μήπως τους προσβάλει. Ρε Κρητικοπούλα είσαι πολύ πικραμένη. Δεν απαντώ. Ο νεαρούλης Γερμανός έχει αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο απ τη φωτιά, του φωνάζω Παύλε έλα να πιούμε κάτι. Ενα υπαίθριο μπαρ μας προσφέρει στο νεαρό Κόκα Κόλα σε μένα ήταν διστακτικός ένας ασπρομάλλης Ελληνας με κουστούμι μαύρο και τελικά λέει για σας νερό? Ναι του λέω απορημένη για την τόση του καρδιά. Με κατάλαβε ίσως κι από το ντύσιμο μου. Λινή φούστα μακριά, ακριβά ορειβατικά παπούτσια . Κι από πάνω φορώ ένα παραδοσιακό τρίχινο σακάκι κι αυτό ακριβό αλλά μου το χάρισε ένας που το είχε από παιδί. Παίρνομε με τον Παύλο ένα πάγκο και τον μεταφέρομε κοντά στ αρνιά, έτσι που ο αέρας να μη μας στέλνει τον καπνό. Σ ένα τραπέζι μπριζόλες για τους εργαζόμενους. Κόβω ένα κομμάτι δίνω πρώτα στον πιτσιρικά αυτός σκάει χαμόγελα πεινάμε τους φωνάζω, φάτε φάτε λένε. Αρχίζουν πάλι να με ρωτάνε. Τους λέω ότι ζω στη Γερμανία χωρίς ηλεκτρικό και χωρίς τρεχούμενο νερό! Δεν το πιστεύουν αμφίβολα βλέμματα πέφτουν πάνω μου. Τους λέω έχω αρχίσει να μαθαίνω γερμανική διάλεκτο (plat Deutsch) χαμογελάνε.
Μας ξαναδίνουν να γυρίσουμε σούβλα. Η μυρωδιά του λιωμένου λίπους πάνω στα κάρβουνα μου φέρνει αναγούλα το καταλαβαίνει ο μπάρμπας από τον Πόντο και ρίχνει ρίγανη στα κάρβουνα. Σκέφτομαι ότι αυτοί οι απλοί άνθρωποι φέρονται όπως εμείς στο Mattierzoll εκεί που ζούμε. Με αγάπη όλοι φωνάζουν ο Πόντιος, ο Πόντιος να μας πει ένα ανέκδοτο για Πόντιους. Φωνάζω και γώ: Ναι και γω ξέρω! Γυρίζουν όλοι και με κοιτούν απορημένοι. Πέτο φωνάζει ένας. Ο Πόντιος έρχεται και κάθεται δίπλα μου, τον αγκαλιάζω, αφήνει στον πάγκο το πινέλο με το λάδι που πασαλείβει τα αρνιά.
Γιατί ένας Πόντιος όταν οδηγεί αυτοκίνητο έχει τους καθαριστήρες απ τη μέσα μεριά?
Αναρωτιούνται γιατί? Γιατί? Ο νεαρός δίπλα μου, μου τραβάει το σακάκι δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω! Γιατί? Γιατί? Επειδή οδηγεί έτσι! Κάθομαι στη θέση του οδηγού παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου το γυρνώ δεξιά αριστερά και με τα πόδια μου πατάω τα πετάλια και με τα χείλια μου φωνάζω φτύνοντας πρρρ, μπρρρ! Ετσι τα σάλια μου πετάγονται στο τζάμι του αυτοκινήτου και με τα χέρια μου κάνω τους καθαριστήρες. Ξεσπάνε όλοι σε δυνατά γέλια. Μπράβο Μπράβο ωραίο. Ισως προσβεβλημένος ο Πόντιος λέει! Τώρα θα σας πω εγώ ένα! Ο Γιωργίκας και ο Κωστίκας κάθονται δίπλα δίπλα. Λέει ο Γιωργίκας ρε συ πως θα πάω στη Γερμανία αφού δεν ξέρω τη γλώσσα! Α! είναι απλό απαντά ο Κωστίκας θα τα λες όλα αργά αργά και αυτοί θα σε καταλάβουνε! Ωραία έφυγε χαρούμενος ο Γιωργίκας. Όταν έφθασε στη Γερμανία σταμάτησε ένα ταξί μπαίνει μέσα και λέει στον ταξιτζή Κ Α Λ Η Μ Ε Ρ Α!
Κ Α Λ Η Μ Ε Ρ Α Α Α! του απαντάει ό ταξιτζής.
Τ Ι Κ Α Ν Ε Ι Σ ?
ΚΑΛΑ…….ο Γιωργίκας παραξενεμένος του λέει ρε συ Ελληνας είσαι, ναι λέει ο ταξιτζής και γιατί μιλάμε γερμανικά ας μιλήσουμε καλύτερα Ελληνικά. Ολοι ξεσπούν στα γέλια. Ο νεαρούλης δίπλα μου με σκουντά πες μου πες μου. Του εξηγώ το ανέκδοτο αλλά δεν μπορεί να καταλάβει!
Ερχεται κόσμος πολύς κόσμος καλοντυμένοι με αλυσίδες χρυσές και γυαλιστερά παπούτσια με κουστούμια και μαλλιά από κομμωτήριο. Η παρέα των σουβλατζήδων μερακλώνεται αρχίζουν κάποιο παλιό τραγουδάκι! Το σιγοντάρω! Μόλις τελειώνει αρχίζω Πριν το χάραμα μονάχος. Ενθουσιάζονται Α ρε Κρητικοπούλα. Ο πρόεδρος είναι χημικός με πλησιάζει και μου λέει. Εχουμε μια κομπανία που τραγουδάμε και χορεύουμε! Μένω μακριά δεν μπορώ να έρχομαι 50 χιλιόμετρα! Σοβαρά? Δεν έχεις αυτοκίνητο? Όχι , θα βρεθεί τρόπος. Ο νεαρός σηκώνεται πεινάει τρέχει και παίρνει ένα πιάτο γεμάτο πατάτες φούρνου. Εγώ είχα προηγουμένως δοκιμάσει μια πατάτα από μια γυναίκα που τις έφερνε με ένα ταψί. Του λέω Παύλε μη φας γιατί έτσι το αρνί θα σου αρέσει περισσότερο αργότερα. Δεν με άκουγε καταβρόχθιζε! Ένα μικρό παιδί 2 χρονών ήρθε και του κοιτούσε το πιάτο με λαιμαργία. Εκοψα με το χέρι μου λίγη πατάτα και του την έδωσα. Το παιδί κόλλησε επάνω μου, το τάιζα συνέχεια ήταν και χοντρούλης με γαλάζια μάτια. Ελληνας είναι? Ρώτησα. Ναι έχω τρια παιδιά, να σας ζήσουν, χαμόγελο ευτυχίας! Εσεις έχετε παιδιά όχι αλλά τ αγαπάω πολύ. Το βλέπω είπε και πάλι ξαφνικά ένα παλιό ρεμπέτικο «ΤΑ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΑ» Τίποτα δεν με κρατούσε σηκώθηκα και ήμουν η μόνη που σηκώθηκα και χαλάρωσα και βούρκωσα και ζάρωσα και έσκυψα και χτύπησα τη γερμανική γη και την έβρεξα με δάκρυα χαράς και λύπης! Ολοι κοιτούσαν παράξενα σχεδόν είχε γίνει το πρώτο αρνί και ευτυχώς που είχα το φιλαράκι μου τον Παύλο είδε μερικούς να το σηκώνουν από τη σούβλα και να το μεταφέρουν. Εγώ δεν τόχα δει , είδα μόνο δυο βουρκωμένα γεροντικά μάτια να με κοιτάζουν και να μου φωνάζουν πόσο χρονώ είσαι. Είπα 55 το 44 γεννήθηκα και απάντησε: γι αυτό! και ο μεσόκοπος από την Καβάλα χειροκρότησε το χορό μου, το τραγούδι μου, το ανάστημά μου που είχε υψώσει κατά 10 εκατοστά. Ομως φαίνεσαι νεότερη. Ναι ξέρω είναι επειδή μαγειρεύω με ξύλα και κοιμάμαι λόγω έλλειψης ηλεκτρικού νωρίς! Ομως μέσα μου βαθιά, μέσα μου είμαι χαρούμενη, Ο Παύλος άρχισε να με τραβάει να πάμε στο ταμείο για τ αρνί. Του είχα πει ραμμένη ξεκομμένη ότι το Πασχαλινό αρνί θα το πλήρωνα εγώ, 12 γερμανικά μάρκα 3500 δρχ με σαλάτα μαρούλι και τζατζίκι και πατάτες και ψωμί. Φθηνό πολύ φθηνό για να χορτάσουν όλα τα πεινασμένα στόματα!
Ολοι ήταν ανυπόμονοι ενώ αρνί ήταν το μοναδικό που κατέβαινε απ τη σούβλα θέλανε όλοι να προλάβουνε να φάνε Ελλάδα, Πατρίδα, χωριό.
Επιτέλους άρχισαν να γεμίζουν τα πιάτα πήραμε τα πρώτα. Ο φιλαράκος μου ήξερε καλά από φαΐ γιατί ο πατέρας του είναι ο γιατρός του χωριού μας και τρώνε συχνά αρνί. Ζήτησε δυο πιάτα το ένα χωρίς τζατζίκι νόμισαν ότι ήταν το δικό μου και έβαλαν μέσα μια καταπληκτική μερίδα από πόδι, στο άλλο βάλανε παϊδάκια για γλείψιμο!
Κάτσαμε και το χαρήκαμε λέω στο φίλο μου Παύλε με τα χέρια θα το φχαριστηθείς περισσότερο και αναφώνησε και τούδωσε να καταλάβει .
Στο διπλανό τραπέζι απ αριστερά μας καθίσανε καλοφαγάδες με χρυσά ρολόγια καιφαγητά σε σακούλες με ταμπέλες ακριβών εστιατορίων. Εμείς φωνάζαμε ωραίο Α! Ωραίο. Και τι νόστιμο και τι τραγανό λέει ο Παύλος. Επειδή αυτός δεν είχε τραγανό τούδωσα κι απ το δικό μου κι ας ήτανε λιγότερο. Οι διπλανοί τρέξανε και πήρανε ένα ακριβό κρασί από την Κρήτη. Μου άνοιξαν τα ρουθούνια. Μέχρις εκεί μούρθε να τους ζητήσω ένα ποτηράκι, όχι όμως χίλιες φορές όχι είναι το μυστικό μου το αγαπημένο μου και το ονειρευτό. Ισως το πιω στην Κρήτη το καλοκαίρι. Φάγαμε τ αρνί μιλήσαμε με τους διπλανούς μας στο τραπέζι Από το ζερβί το χέρι ήταν ένα ζευγάρι γερμανών που αγαπά πολύ την Ελλάδα μας. Ο άνδρας μένει στην Ηπειρο και ήθελε πολύ να έρθει στην Ελληνική κοινότητα για να περάσει Πάσχα. Είναι 15 χρόνια στην Ελλάδα. Μου εξιστόρησε για τους γείτονές του πόσο τον αγαπούν και όταν γυρίσει μαζεύεται όλο το χωριό για να τον προϋπαντήσουν. Ισως να είναι και για μένα το ίδιο με το χωριό μου στο Mattierzoll. Τσουγκρίσαμε τα κατακόκκινα αυγά και είπαμε τα χρόνια πολλά. Ο φίλος μου ο Παύλος καταβρόχθισε και το δικό μου αυγό. Χριστός Ανέστη Αληθώς Ανέστη.
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕΜΑΘΕΣ ΝΑ ΠΟΝΩ ΚΑΙ ΝΑΓΑΠΩ
Σας ζηλεύω ρε που σουβλίσατε αρνί οικογενειακώς!
Σας γλυκοφιλώ όλους σας
Σήμερα τραγούδησα όλα τα Ελληνικά τραγούδια που ξέρω!
Γέμισε η κουζίνα μου ΕΛΛΑΔΑ.
ΥΓ. ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΙΤΣΑ ΜΑΣ
Το παρακάτω κείμενο το βρήκα γραμμένο στα χαρτιά της.
Εχω να παρατηρήσω ότι τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Ο πατέρας μας ένας πανέξυπνος άνθρωπος με Πανεπιστημιακή μόρφωση (Γεωπόνος) με πολλούς αγώνες στη ζωή του που εύκολα μπορεί να δει κανείς από τα απομνημονεύματά του, στα 84 χρόνια του άρχισε να παθαίνει κρίσεις αμνησίας όταν κουραζόταν πολύ ή όταν ταραζόταν.
Είναι πολύ οδυνηρό να βλέπεις ένα τέτοιο άνθρωπο να καταρρέει σιγά σιγά.
Οσο ζούσε ο πεθερός μου ο Νίκος Οικονόμου μαζί με τον πατέρα μου κάθε Πάσχα έκαναν το σουβλιστό αρνί στη Δροσιά στην αυλή του σπιτιού μας. Εκεί μαζευόμαστε όλοι οι στενοί συγγενείς με την οικογένεια του Μανόλη Μαυρογένη Διοικητή του ΟΤΕ.
Στην Κρήτη δεν σουβλίζουν το Πάσχα αρνιά αλλά κάνουν κάτι πολύ ωραίες τυροκρεατόπιτες στο φούρνο. Ο πατέρας λοιπόν της Ζωής ήταν μεγάλος μάστορας στο ψήσιμο του αρνιού και από αυτόν έμαθε και ο πατέρας μου και έγινε και αυτός πολύ καλός μάστορας.
Μετά το θάνατο του πεθερού μου ο πατέρας μας αγόραζε το αρνί, πάντα θηλυκό κατσίκι γύρω στα 12 κιλά και το έψηνε είτε στο σπίτι μας είτε στο σπίτι του Τάσου στο σκάλωμα.
Όταν ήταν λοιπόν 84 ετών πήγαμε στο σκάλωμα και ο πατέρας έψησε το αρνί, αλλά κουράστηκε πολύ ήταν άλλωστε αρκετά μεγάλος. Στην επιστροφή μέσα στο αυτοκίνητό μου καθόταν μπροστά και πίσω καθόταν η γυναίκα του η Ελένη, η Ζωή και η Ισαβέλλα όταν ξαφνικά απευθυνόμενος σε μένα μου λέει: Ποιες είναι οι κοπελιές που κάθονται πίσω;
Το σοκ που υπέστην ήταν τρομερό. Σε λίγο συνήλθε και δεν έτρεχε τίποτα. Μετά από τρεις μήνες, έκανε λάθος στην ώρα, ενώ ήταν 6 το απόγευμα νόμισε ότι ήταν 6 το πρωί. Συνήθιζε, από 30 χρόνων να σηκώνεται στις 6 το πρωί να κάνει μισή ώρα έντονη σουηδική γυμναστική, μετά εντελώς κρύο ντους να ντύνεται και να πηγαίνει για δυο ώρες με τα πόδια ένα περίπου χιλιόμετρο στον Υμηττό στις κόρες του όπως έλεγε, στις μέλισσές του. Αφού τις έψαχνε όλες, πάντα χωρίς μάσκα αφού είχε συνηθίσει το κέντρωμα και δεν τον ενοχλούσε, γύριζε πίσω στο σπίτι του.
Παλιότερα μέχρι τα ογδόντα του πήγαινε κάθε μέρα χειμώνα καλοκαίρι στο Καλαμάκι για μπάνιο μια που ήταν χειμερινός κολυμβητής.
Τέλος του 1992 ξεκίνησε να έρθει στη Δροσιά. Το δρομολόγιο ήταν με τα πόδια από Ζωγράφου στα Ηλύσια και μετά με το λεωφορείο στη Δροσιά. Ξεκίνησε πάλι ανάποδα απόγευμα αντί πρωί. Στο Μαρούσι είχε σκοτεινιάσει, κατέβηκε στην πλατεία και δεν ήξερε τι να κάνει ούτε ποιος είναι. Κάποιος τον οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα που ήταν απέναντι. Κατά τις δέκα το βράδυ με πήραν τηλέφωνο από το αστυνομικό τμήμα και μου είπαν έχομε εδώ τον Γεώργιο Μαυρογένη Του Βασιλείου μήπως τον γνωρίζετε; Είχαν δει την ταυτότητά του, έψαξαν τον τηλεφωνικό κατάλογο και πήραν τηλέφωνο μήπως βρουν άκρη εγώ έπαθα σοκ γιατί τα ίδια στοιχεία ήταν του γιου μου του Γιώργη. Μα τι έκανε ρώτησα και η απάντηση να ο παππούς χάθηκε. Τότε κατάλαβα. Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί τον βρήκα, με γνώρισε αμέσως, πάντα με γνώριζε, ευχαρίστησα τους αστυνομικούς που τον βοήθησαν και τον πήρα να τον πάω σπίτι του. Στο δρόμο ήταν έξαλλος ήθελε να κάνει μήνυση στους αστυνομικούς που….τον έψαξαν για να βρουν την ταυτότητά του.
Το Πάσχα του 1993 (86 χρόνων πια) θα ερχόταν στη Δροσιά, παραμονή Πάσχα, για να προετοιμάσει το αρνί. Πήρε ταξί αλλά μέχρι να έρθει ξέχασε τη διεύθυνσή μας και ταλαιπωρήθηκε κάμποση ώρα ψάχνοντας με το ταξί. Τελικά τη βρήκε αλλά έβαλε τα κλάματα.
Ηταν πολύ οδυνηρό να βλέπεις που μπορεί να φθάσει κανείς. Αυτός ο άνθρωπος που ήξερε τόσα πράγματα, που στην Κρήτη ήταν διευθυντής Γεωργικής σχολής με προσωπικό διακοσίων ατόμων, που μετά τη σύνταξή του κάναμε μαζί δυο πολυκατοικίες, με αυτόν επί τόπου γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος στον ΟΤΕ, που έπαιρνε κάθε πρωί τα εγγόνια του και τα πήγαινε βόλτα και μια φορά τη βδομάδα σε Θέατρο, στο Ηρώδειο να αργοπεθαίνει πνευματικά αλλά σωματικά να είναι ακμαιότατος.
Το Αύγουστο του 1993 ξεκίνησε να πάει στις 6 το απόγευμα νομίζοντας πάλι ότι είναι πρωί, στις μέλισσες. Πέρασε από το Νεκροταφείο Ζωγράφου και εκεί δίπλα ήταν οι μέλισσες. Νύχτωσε και σοκαρίστηκε, δεν ήξερε τι να κάνει οι πόρτες του Νεκροταφείου είχαν κλείσει. Φυσικά όπως όλοι οι χωριανοί του δεν φοβόταν τους πεθαμένους. Σε κάποιο νεοσκαμένο τάφο με πολλά στέφανα μάζεψε μερικές κορδέλες και έκατσε απάνω όπου τον πήρε …….. ο ύπνος. Το βράδυ στις 12 μας πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του στην Ανάβυσσο και μας είπε ότι χάθηκε ο πατέρας μας. Κατεβήκαμε αμέσως στην Αθήνα πήγα με τη Ζωή στο Νεκροταφείο, γύρω στις μία και μισή το βράδυ. Ανέβηκα σε ένα δέντρο και πήδηξα μέσα στο Νεκροταφείο, ούτε εγώ φοβάμαι τους πεθαμένους. Η Ζωή δεν δέχτηκε να μείνει στο αυτοκίνητο έξω από το Νεκροταφείο τη βοήθησα λοιπόν να πηδήξει και αυτή μέσα. Πήγαμε στις μέλισσες ψάξαμε παντού από όπου πιθανολογήσαμε ότι θα μπορούσε να έχει περάσει αλλά δεν τον βρήκαμε. Πήγαμε στην Αστυνομία και μας είπαν ότι πρέπει μετά 24 ώρες να δηλώσουμε την εξαφάνιση.
Γυρίσαμε στις τρις το πρωί στο σπίτι του και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κατά τις τρεισήμισι εμφανίστηκε χαμογελώντας και λέγοντάς μας ότι τον πήρε ο ύπνος.
Στα 87 του το 1994 τον Απρίλη ξεκίνησε να έρθει στη Δροσιά, αγαπούσε πολύ τη Ζωή, του άρεσε να κάνει αγροτικές δουλειές στο οικόπεδο στη Δροσιά. Κατά τα συνηθισμένα ξεκίνησε από του Ζωγράφου με τα πόδια προς τα Ηλύσια για να πάρει το λεωφορείο. Στο δρόμο του έπεσαν τα γυαλιά και τα πάτησε. Αυτό ήταν έπαθε σοκ και ξέχασε τα πάντα. Κάποιος τον είδε που έκλεγε και τον βοήθησε. Είδε στο μέσα μέρος του σακακιού του γραμμένα όνομα και τηλέφωνο και τηλεφώνησε στη γυναίκα του η οποία πήρε ταξί και τον γύρισε στο σπίτι.
Κάποιος γιατρός είπε στη γυναίκα του να μην τον αφήνει να βγαίνει μόνος του από το σπίτι. Ετσι αυτή κλείδωσε την πόρτα και έκρυψε το κλειδί. Πως είναι δυνατό όμως ένα άνθρωπο ζωντανό με τόσα ενδιαφέροντα να τον φυλακίσεις; Είχε ξαναμπεί φυλακή στα πέτρινα χρόνια σαν ανιψιός του στρατηγού Μανόλη Μάντακα αρχηγού του ΕΛΑΣ και του μόνου που επαναστάτησε κατά της δικτατορίας του Μεταξά
Από μερικά χρόνια δεν άκουγε καλά. Είχε αρχίσει να μη βλέπει μικροαντικείμενα όπως π.χ. τα αυγά των μελισσών, πράγμα απαραίτητο σε ένα μελισσοκόμο γιατί από αυτό καταλαβαίνει αν το μελίσσι είναι υγιές. Δεν ,μπορούσε να γράφει άρθρα σε μελισσοκομικά και γεωργικά περιοδικά που συνεργαζόταν. Μερικές φορές μου υπαγόρευε και του τα έγραφα στη γραφομηχανή. Η κατάσταση αυτή τον έκανε επιθετικό.
Σηκώθηκε ένα πρωί και θέλησε να πάει στις κόρες του, Εγώ ήμουν στον Αγιο Νικόλαο στην Ανάβυσσο όπου έκανα το συγκρότημα με τα 14 σπίτια. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, έγινε έξαλλος πήρε ένα μαχαίρι και κυνηγούσε τη γυναίκα του. Αυτή σε συνεννόηση με ένα ψυχίατρο και τη βοήθεια του αδελφού μου επιβίβασαν με τη βία και πολλή δυσκολία σε ένα ταξί τον πατέρα και τον πήγαν στο Υγεία. Αμέσως οι σπουδαίοι γιατροί μας του έδωσαν πολύ ισχυρά αντικαταθλιπτικά με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς σε βαθύ ύπνο. Μια στιγμή που ήταν ξύπνιος σηκώθηκε και κυνηγούσε τους πάντες για να φύγει και να πάει στο σπίτι του. Το μόνο σπίτι που κατάφερε να κάνει στη ζωή του αφού πήρε σύνταξη και αυτό με δάνειο. Που να έβρισκε νωρίτερα λεφτά που τα ξόδευε για να κάνει μηχανικούς και τα τρία παιδιά του.
Άλλη μια στιγμή που ήταν μισοξύπνιος και είδε το Γιώργη (τον συνώνυμο του) που τον υπεραγαπούσε, ήταν και το πρώτο αρσενικό εγγόνι που έφερε το σπουδαίο όνομά του, του ρώτησε αν έχει το αυτοκίνητό του εκεί και του ζήτησε να τον πάρει από το Νοσοκομείο. Αμέσως του έκανα ένεση και ξανάπεσε σε λήθαργο. Μετά δέκα μέρες στο Υγεία και αφού εξάντλησαν όλες τις εξετάσεις που μπορούσαν να κάνουν μας λένε να τον πάρομε. Άλλωστε δεν είχαν να κάνουν άλλες εξετάσεις και το κρεβάτι χρειαζόταν για να μπει άλλος να κάνει εξετάσεις να βγάλει λεφτά το Νοσοκομείο. Το Νοσοκομείο δεν είναι ξενοδοχείο!!!
Τον πήραμε σε κατάσταση λήθαργου και τον πήγαμε σε ένα ακριβό γηροκομείο μέχρι να δούμε τι θα κάνομε. Η γυναίκα του δεν τον ήθελε στο σπίτι γιατί τον φοβόταν μην τη σφάξει. Σε πέντε μέρες (19/4/1994) πέθανε από ανεπάρκεια του αναπνευστικού που προήλθε από τα αντικαταθλιπτικά που του έδιναν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι για να τον έχουν υπό έλεγχο!!! Η κηδεία έγινε στο νεκροταφείο Ζωγράφου και κατά περίεργη σύμπτωση ο τάφος του ήταν 20 μέτρα από τα μελίσσια του.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν η Ισαβέλλα έγραψε το κείμενο που ακολουθεί και επόμενο ήταν να εκφραστεί με τον τρόπο που εκφράζεται.
Σημειώνω εδώ ότι μετά το θάνατο της Ισαβέλλας βρήκα ένα σωρό ημερολόγια με σκίτσα και περιγραφές με χρονογραφήματα που τα κρατούσε για τον εαυτό της. επίσης είχε ζωγραφίσει τα τελευταία δυο χρόνια γύρω στους εκατό πενήντα ζωγραφικούς πίνακες, αρκετοί αξιόλογοι, που τους είχε κορνιζώσει και δεν πρόλαβε να τους δει στην έκθεση που είχε σχεδιάσει στην Πάρο και που την έκαναν οι φίλοι της όταν ήταν ακόμη στο Νοσοκομείο. Δεν είχε πουλήσει ποτέ πίνακα ούτε είχε χαρίσει σε κανένα. Μετά το θάνατό της τους μοιραστήκαμε με τον Τάσο και δώσαμε και σε όλους τους φίλους της από ένα πίνακα.
Ζητώ οικογένεια ή Ζήτω η οικογένεια.
Λέγομαι Γεώργιος Μαυρογένης και είμαι 87 χρονών, έχω περάσει πολλά στη ζωή μου, μεταξύ των άλλων έχω ζήσει τρεις πολέμους, τον πόλεμο των Γερμανών, τον ανταρτοπόλεμο όπου μπήκα και φυλακή και τώρα ζω τον πόλεμο των ανθρώπων που δεν έχω που να πάω που δεν με θέλει κανείς που είμαι πεταμένος σένα ακριβό γηροκομείο που όπου και αν κοιτάζω εδώ μέσα βλέπω ναυαγισμένα κορμιά ίδια σαν και μένα. Η διαφορά είναι ότι εγώ ήμουν ένας ήρωας της ζωής ενώ οι άλλοι έχουν πάθει την πλάκα τους και τα έχουνε χαμένα.
Μια γυναίκα καθόταν δίπλα στην πόρτα τα ρούχα της καθαρά σένα ευάερο και ευήλιο κλουβί, περίμενε λέει να την πάρουν σπίτι της.
Δίπλα μια πανέμορφη γυναίκα με ολόλευκο δέρμα καλής οικογένειας, φαινότανε, αυτό δεν κρύβεται. Παραδίπλα ένας δήμιος όρθιος με μια πέτσινη ποδιά , τα χέρια απλωμένα έτσι ώστε να δείχνει σπουδαίος, μάλλον φοβότανε. Οίκος ευγηρίας λοιπόν.
Η διευθύντρια μιλούσε γαλλικά όρσε λοιπόν και όσοι έχουν γάλλους υπερήλικες στα σπίτια τους. Εκεί να τους πάνε για να μην ξεχνάνε και τη γλώσσα τους.
Σήμερα με έφεραν και εμένα εδώ. Ημουν στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ όπου με άφησαν 15 μέρες να έχω στοματίτιδα και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να με κοιτάξει στα μάτια αλλά ούτε στο στόμα όπου δεν μπορούσα ν αρθρώσω λέξη βλέπεις εγώ δε βλέπω και δεν ακούω καλά αλλά μέχρι τώρα μιλούσα. Όμως και αυτόν τον λίγο το λόγο τον μπερδεύω. Εμένα που δε με βλέπετε είμαι πατέρας τριών παιδιών και έχω και μια θαυμάσια γυναίκα 30 χρόνια νεώτερή μου που παντρεύτηκα γιατί νόμισα ότι θα εξασφαλίσω τα γηρατειά μου. Οι ανασφάλειες που έχω λόγω των πολλών βασάνων που έχω περάσει με έκαναν επιθετικό. Ηθελα να ορμήσω και όλους να τους σκοτώσω. Ασε που πιο πολύ φοβόμουνα, φοβόμουνα τον εαυτό μου γιατί η ζωή ποτέ δε μου άρεσε δηλαδή τι να μ αρέσει. Επειδή δούλευα όλη μου τη ζωή να σπουδάσω αυτούς τους μπάσταρδους (ο τρόπος του λέγειν) και τώρα να με κλείσουν σ αυτό το κλουβί φρενοκομείου όπου βλέπεις μόνο δυστυχείς υπάρξεις; ή γιατί με βοήθησαν οι άνθρωποι όπως εγώ συνέχεια τους βοηθούσα; Πάρτε το χαμπάρι φίλοι μου ανθρωπάκια, για όλους είναι η ίδια μοίρα αλλά πριν μπούμε στο χώμα έχει πολλά ακόμα η σκούφια μας να ζήσει. Λένε ότι είμαι ανίατος, ε βέβαια αφού ούτε μιλώ ούτε βλέπω ούτε ακούω τι θα νομίζατε ότι θα έπρεπε να κάνω. Να σηκωθώ και να χορεύω τσιφτετέλι; Πόσες φορές έχω σκεφθεί την πατρίδα μου την Κρήτη. Το μυαλό μου όμως όλο γυρίζει στον πόλεμο στην Αλβανία. Εκεί έχω ζήσει τους περισσότερους φόβους μου, που φίλαγα μια αποθήκη με τρόφιμα και που οι στρατιώτες ερχόντουσαν για ένα τσιγάρο για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Η πρώτη μου γυναίκα με τα παιδιά μόνη στην Κρήτη ήταν καλή γυναίκα είχε μόνο ένα ελάττωμα. Ηθελε να με μορφώσει για να κάνει καλύτερη οικογένεια. Εγώ σαν χωριάτης ο βλάκας μορφώθηκα αν και τα γαλλικά μου πέφτανε κομμάτι δύσκολα. Κοίτα να δεις που μ έριξε η μοίρα μου σε Γάλλους πάλι, βρε βρε βρε που να πάρει ο διάβολος. Οσο θυμάμαι εκείνο το jeu tua il a στο πανεπιστήμιο δεν μπορούσα με τίποτα να το μάθω. Προτιμούσα να γυρίσω χίλιες φορές στις ξυπολυσιές μου του χωριού. Εκεί είχαμε το λάδι μας και όταν πεινούσα βούταγα τα ωραία κριθαρένια παξιμάδια της μητέρας μου σ ένα πιθάρι με λάδι και τα λάδια στάζανε στο μοναδικό μου πουκάμισο και έφταναν πάνω από το κοντό παντελόνι, που τόχα δεμένο με σπάγκο (ήταν του μεγάλου μου αδελφού) και έσταζαν στο χώμα. Όμως είχα πολλή δύναμη γιατί από το χωριό μου πήγαινα με τα πόδια αρκετά χιλιόμετρα για να πάω φαΐ στον πατέρα μου που πρόσεχε τα πρόβατα από το χωριό μου τους Λάκκους στον Ομαλό. Εκεί στον Ομαλό μ άρεσε πολύ γιατί η φύση ήταν κάτι το καταπληκτικό. Ακουγες μόνο τα βελάσματα από τα κατσίκια και τα πρόβατα και που και που κτύπαγα και κανένα πουλί με τη σφεντόνα. Το βράδυ ο πατέρας μου άρμεγε τα πρόβατα και τον βοηθούσα. Είχαμε μια μικρή πέτρινη στάνη που θύμιζε παλαιολιθική εποχή. Εκεί μέσα κοιμόμαστε κιόλας ξεθεωμένοι από την κούραση. Αυτή η στάνη είχε στη μέση ένα ξύλινο στύλο, απ όπου αξονικά δοκάρια σχημάτιζαν τη σκεπή και πάνω της βάζαμε φύλλα μυρτιάς. Ετσι προστατευόμαστε σε κείνο το χώρο. Πολλές φορές φοβόμουνα εκεί μέσα γιατί δε φορούσα υποδήματα ψηλά. Παπούτσια πρωτόβαλα στρατιώτης. Εδώ είχε πολλούς κινδύνους και πιο πολύ απ όλους ήταν οι καριατζούλοι (σκορπιοί). Κάποτε ένας σκορπιός τσίμπησε έναν του χωριού μου και αυτός από τους πόνους τρελάθηκε. Ε λοιπόν αν ένας τέτοιος σκορπιός με είχε τώρα τσιμπήσει θα τρελαινόταν ο ίδιος αν έβλεπε όμως προηγουμένως ετούτον εδώ τον τόπο και τα πρόσωπα. Ας έρθουμε όμως στα παιδιά μου. Εχω τρία παιδιά και πολλές φορές έχω καμαρώσει γι αυτά γιατί τα σπούδασα με πολλές στερήσεις και τάκανα επιστήμονες, σκέτα λουλούδια. Ο πρώτος μου γιος πανέξυπνος και πολύ καλός πάντα στα μαθήματα. Εχει περάσει κιαυτός δύσκολα χρόνια στα παιδικά του βιώματα στα Χανιά. Μέχρι τσιγάρα πουλούσε όταν εγώ ήμουν κλεισμένος στη φυλακή λόγω πολιτικών συκοφαντιών. Είχα λέει ανακατευτεί στα πολιτικά (Κού Κου Ε). Επειδή ο καλός μου θείος ήταν ο Μάντακας εγώ ρε τσογλάνια τι έφταιγα; Εχω αρχίσει τώρα τελευταία και βρίζω κιόλας γιατί η καλή ανατροφή δεν μου επέτρεπε ποτέ να εκφραστώ. Τώρα δεν έχω κανένα ανάγκη και δίνω σ όλους αυτούς που μ ενοχλούν να καταλάβουν. Αυτός λοιπόν ο μεγάλος μου γιος έχει δυο παιδιά και στο γιο του μου ξέφυγε προχθές και του είπα να με πάρει μαζί του στη Δροσιά. Το παλικαράκι λυπήθηκε που δεν ήταν το σπίτι δικό του για να προσφέρει στον παππού του μια τελευταία ευκαιρία να ζήσει. Αλλά ξεχάστε το. Ισως με λίγες τύψεις καθάρισε.
Ο δεύτερος ο γιος μου είναι ο πιο περιποιητικός. Αυτός σπούδασε σχεδόν μόνος του στην Αυστρία, κάτω από δύσκολες συνθήκες Αρχιτέκτονας λέει. Εχει τώρα στεριώσει μια καλή οικογένεια με Γερμανίδα γυναίκα η οποία λύνει και δένει. Αυτός δεν πούλαγε, τα σπίτια που έχτιζε, που να μην πούλαγε γιατί όταν ήρθε ο καιρός και πούλησε μέχωσε εδώ μέσα μαζί με τους άλλους για να έχουν όλοι μαζί μια συγνώμη από την κοινωνία και τον εαυτούλη τους. Ασε τα δώρα που έδινα στα εγγονάκια μου αλλά αυτό το έκανα γιατί τα εγγόνια μου τα αγαπώ, είναι η συνέχειά μου έχουνε τα όνομά μου πανάθεμάτο. Ισως να έχω ακόμα πολλά να πληρώσω και εις τους αιώνες των αιώνων λόγω αυτού του περίφημου ονόματός μου (ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ). Το τρίτο μου παιδί είχε την ατυχία να γίνει κορίτσι. Αυτό προσπάθησε η μανούλα της να το κάνει πιο ανεξάρτητο. Ετσι πάντα έκανε το αντίθετο από αυτό που της έλεγα, γιατί από νωρίς κατάλαβε ότι τα χνώτα μας δεν ταίριαζαν. Ισως ίσως και να με μισούσε επειδή όταν ήταν μικρή λόγω ανάγκης την εγκατέλειψα και πήγα να ζήσω στην Κρήτη. Ετσι τα παιδιά
τα έβλεπα μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τρεις μήνες το καλοκαίρι. Σ αυτήν λοιπόν την κόρη μου έλεγα όταν ήταν μικρή. Εσύ δε μ αγαπάς και όταν γεράσω θα με πετάξεις σε κανένα γηροκομείο. Εγώ θ άρχομαι σε σένα και συ θα μου λες φύγε από δω παλιόγερε. Αυτό το παιδί μου έκανε πάντα τα αντίθετα απ αυτά που της έλεγα π.χ. της διηγιόμουνα πως οι γερμανοί παραλίγο να με σκοτώσουν, Αυτή σκεφτόταν καλοί άνθρωποι οι γερμανοί θέλω να τους γνωρίσω. Ετσι παντρεύτηκε δυο φορές γερμανούς. Τον πρώτο τον έζησε 15 χρόνια τα 10 ήταν ευτυχισμένη, αλλά ζούσε πολύ επιφανειακά. Αυτή ήθελε βάθος ήθελε να γνωρίσει καλλίτερα τον εαυτό της και τους άλλους. Δεν έκανε οικογένεια ενώ της έλεγα τα παιδιά είναι υπέροχα, όμως δεν μπορούσα να την πείσω γιατί δεν της έδωσα πειστικά σημάδια. Όταν χώρισε τον πρώτο έπεσε σένα κώμμα και μου ζήτησε να την πάρω κοντά μου. Αλλά εγώ και η γυναίκα μου δεν μπορούσαμε να την βοηθήσουμε. Εγώ τότε είχα πολλές τύψεις και αν σκεφθείτε ακόμα έχω. Τη δεύτερη φορά που παντρεύτηκε, πάλι γερμανό πήρε και αυτό δε μπόρεσα να το καταλάβω γιατί ήταν σαν να μην έμαθε καλά το
μάθημα. Όπως λέμε τα μαθήματα παθήματα. Αστην είπα έτσι είναι η ζωή. Αλλά δε φτάνουν μόνο αυτά. Εφυγε και στη Γερμανία τη ξενιτεύτρα χώρα, ζούσε στερημένα, έσκαβε για να φάει και ήταν χωρίς ηλεκτρικό με ένα πηγάδι που είχε στερέψει και με κάτω από τους μηδέν βαθμούς. Μούλειπε και έκλαιγα κάθε φορά στο τηλέφωνο μέχρι που αυτή δεν άντεχε και δεν τηλεφωνούσε πια. Ηταν και η εποχή που εγώ δεν άκουγα καλά. Αλλα μούλεγε άλλα απαντούσα. Η γυναίκα μου (η μητριά της) ωρυόταν. Στο τέλος ούτε καν μούδιναν το τηλέφωνο. Μιλούσαν μόνες τους και με έβγαζαν τρελό και από πάνω.
Τώρα είναι εδώ τα τρία μου παιδιά, να τα χαρώ, στέκονται απέναντί μου διαχειρίζονται τα λεφτά μου, με έβαλαν σε ένα ακριβό γηροκομείο 290.000 δρχ. το μήνα. Στέκονται και είναι έτοιμοι μέχρι και τη ζωή τους να μου δώσουν. Ο μεγάλος μου φωνάζει στ αυτιά μου και προσπαθεί να με πείσει ότι εδώ θα με βοηθήσουν. Ο μεσαίος λέει μπράβο σε κάθε μπουκιά φαΐ που κατεβάζω σαν να είμαι ένα ανώμαλο. Η μικρή έφερε και μαργαρίτες για να κάνει τον παγωμένο αφιλόξενο χώρο πιο ωραίο. Η περίφημη η γυναίκα μου είναι συγκλονισμένη που έχασε το μπούλη της . Τώρα ποιον θα υπηρετεί για να αισθάνεται κάτι. Αποχωρούν αποχωρεί η οικογένειά μου. Στη είσοδο κάτω του γηροκομείου κάθεται μια μεσόκοπη με ολάσπρη μπλούζα, μπλε θλιμμένα μάτια, η μικρή μου κόρη σκύβει την αγγίζει στον ώμο τη χαιρετά και τη ρωτά πως τα περνά. Εκείνη λέει από πού σε ξέρω εσένα; Η κόρη μου κάθεται στο πάτωμα κουβαριασμένη για να έρθει στο ίδιο επίπεδο με τα μάτια της που ανταμώνουνε με τα δικά της μάτια και τη ρωτά αν είναι ευχαριστημένη. Και εκείνη λέει σιγανά χωρίς ν ακούγεται «θέλω να πάω σπίτι μου», τη χαιρετά και της εύχεται το καλλίτερο που δεν θα γίνει ποτέ. Φεύγουνε τα καμάρια μου σέρνοντας τα βήματα και τις τύψεις τους.
Ένα τελευταίο βλέμμα σε κείνο το γωνιακό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Οι δήμιοι με τις άσπρες ρόμπες κινούνται γρήγορα σπασμωδικά, ο νεώτερος 27 χρονώ είπε θα ήθελε να πεθάνει στα 50ντα του. Τι σύμπτωση εγώ είμαι πενήντα η μικρότερη κόρη και πέθανα σήμερα. Αυτό εύχομαι για τον πατερούλη μου. Συγχωράμε πατέρα μου. Θέλω να σε σκοτώσω για να μη ζήσεις το μαρτύριο της αλήθειας.
Μετά ένα μήνα πέθανες στις 19.4.94
Το μαρτύριο του πατέρα μου μέκανε να πάω για εξομολόγηση και ανακουφίστηκα. Κάθε φορά που πάω να τον δω γυρίζω άρρωστη. Στην αρχή ήμουν σοκαρισμένη από όλες εκείνες τις ανίατες που συναντούσα. Σιγά σιγά άρχισα να τους γνωρίζω ο καθένας με τις παραξενιές του . Ο καθένας μια ξεχωριστή περίπτωση. Άλλος φωνάζει και κλαίει άλλος ζητιανεύει ψωμί και μια γυναίκα ψάχνει για μια άλλη και όλο ακούς απ τα χείλη της «Κυρία κυρία » άλλη μουγκρίζει και κλαίει και μια γερμανίδα δεν έχει με ποιόν να μιλήσει. Από ατύχημα έχει βουλιάξει το αριστερό μέρος του κρανίου της κοντά στο μάτι. Πόσο χαίρεται κάθε φορά που με βλέπει και της μιλάω λίγο γερμανικά. Της αγγίζω το χέρι και μου χαμογελά.
Η Κα Αργυρώ λέει που είναι το τρένο, θέλει όλο να φύγει.
Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι όπως η Μαρία που καταλαβαίνει πολλά και ο κυρ Γιώργος που όταν πάω στέκεται μπροστά μου για να του μιλήσω, με παρακολουθεί που χαϊδεύω τον πατέρα μου και έρχεται όλο και πιο κοντά. Τον χαιρετώ δια χειραψίας και χαμογελά πάντα. Τον ρωτώ τι κάνει και μου απαντά καλά ευχαριστώ. Μια φορά που ήρθε ο γιος του μου είπε μετά αφού έφυγε, ζήτα του το τηλέφωνο να του πεις να ξανάρθει.
Ένα νεαρό παιδί 27 χρονών συμμαθητής του Γιώργη έχει τη μητέρα του εκεί μέσα τι θλίψη θεέ μου.
Σ ευχαριστώ θεέ μου που έχεις ταδέλφια μου και μένα καλά.
19.4.94
Σήμερα μου τηλεφώνησε ο Βασίλης από το Γηροκομείο Καψαλά ότι τον πατέρα μας τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Σισμανόγλιο γιατί είχαν μπλαβίσει τα πόδια του και ήταν πρησμένα. Στο Σισμανόγλιο έφθασα πολύ γρήγορα, τον είχαν στο χειρουργείο αλλά ο χειρουργός είπε δεν ήξερε τι είχε ούτε μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του για να του πει που πονάει. Ετσι τον μεταφέρανε στο παθολογικό τμήμα. Ο πατερούλης μου, είχε το ρόγχο του θανάτου το παγερό χέρι του τον είχε αγγίξει. Σε μια στιγμή τον πλησίασα τα πόδια του μπλε ανέπνεε από μια μασκούλα μπλε οξυγόνο. Τα μάτια του ανοικτά. Τούπιασα το παγωμένο δεξί του χέρι, ανατρίχιασε ένα δάκρυ κύλισε από το δεξί του μάτι, ήταν το τελευταίο του , του το σκούπισα και ήθελα σαν ένα περίφημο πετράδι να το φυλάξω για πάντα μέσα μου!
Ενας αγαπημένος μου έφυγε για πάντα Είδα την τελευταία του πνοή, έκλεισε τα μάτια του ανατρίχιασε το χέρι του και έτσι ήσυχα έφυγε. Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω, βγήκα έξω και περίμενα να έρθει ο Βασίλης κοντά μου. Είπα ο πατέρας μας ξεψύχησε. Ηταν πολύ
συγκλονιστικό πως ο Βασίλης ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου, ένοιωσα ένα στον πόνο μας.
Ο πατερούλης μας δεν ζούσε πια, βγήκαμε έξω ν αναπνεύσουμε καθαρότερο αέρα. Η ψυχή του μας ακολουθούσε ευτυχισμένη και ελεύθερη. Είπα στον αδελφό μου το Βασίλη ήταν ένας καταπληκτικός πατέρας ήταν ο καλύτερος, τον αγαπούσα πολύ. Δεν θέλω νάχει πεθάνει, όμως τι καλά που ήμουν εδώ την τελευταία του στιγμή.
Αχ πατερούλη μου άσε με λίγο ακόμα να σε κρατήσω να κρατήσω το χέρι σου μέσα στο δικό μου, όπως μέπερνες όταν ήμουν μικρό παιδί και μούδειχνες τα δέντρα, τις μέλισσες τα πουλιά όπως εσύ μόνο ήξερες να μου δείχνεις τη φύση που τόσο αγάπησες.
Μούχες πει ότι θάθελες να σε θάψουμε κάτω από μια ελιά. Συχώραμε που δεν μπορώ να το κάνω.
Σαγαπώ και θα σαγαπώ πάντα.
Πάντως σε θάψαμε κοντά στην άλλη σου οικογένεια τις μελισσές σου.
22-4-94
Σήμερα πήγα να συναντήσω τη Ματίνα για να την κεράσω ένα καφέ αυτή σχεδόν με βία με τράβηξε και με ανέβασε να γνωρίσω τον ψυχολόγο της .
Κος Μανώλης ο Κρητικός ένα μικρό ανθρωπάκι με ολάσπρα μαλλιά και μια ελιά στο πρόσωπο με ταλκ σκεπασμένη με πήρε με το ζόρι για να καθίσω.
Είπα γεια σας παιδιά, στον κόσμο που ήταν εκεί, καμιά απάντηση. Εκατσα σε μια γωνιά στα κατάμαυρα ντυμένη, ήταν όλοι νέοι άνθρωποι.
Ενας νέος ο Αρης άρχισε να συζητά πως αισθάνθηκε άσχημα όταν ένας φίλος της οικογένειας, του έκανε σεξουαλικές χειρονομίες όταν ήταν μικρός και τώρα έχει πού σοκαριστεί απ αυτό το γεγονός, ήταν και η κοπέλα του εκεί πανέμορφη. Μετά ήρθε μια βυζού με έντονη τη θηλυκότητα. Όταν ήρθε μέσα ο Δάσκαλος Μανόλης άρχισε να μιλά για το στήθος της και τη θηλυκότητα της και η γυναίκα έβαλε τα κλάματα. Κατάλαβα ότι εγώ ήμουν από λάθος εκεί μέσα. Τους ρώτησα τι ώρα τελειώνει και η διπλανή μου μούπε στις δυο. Εγώ είπα ρε Ματίνα μούπες ψέματα ότι τελειώνει στις 12. Η Ματίνα έκατσε κοντά μου και εγώ της είπα ότι ήταν ψέμα ότι έφευγε στις 12 και μου πε να φύγουμε αν ήθελα. Της είπα να φύγει αυτή πρώτη. Και είπε Μανόλη η κ. Ισαβέλλα θέλει να φύγουμε. Εγώ είπα εσύ θέλεις να φύγεις όχι εμείς. Σηκώθηκα και είπα συγνώμη συνεχίστε τη Δουλειά σας Κε Μανόλη. Αυτός με τραβούσε και εγώ κατευθύνθηκα προς την έξοδο χωρίς να μ ενδιαφέρει που μου κρατούσε το χέρι σφικτά. Μ ευχαρίστησε που πήγα και μου είπε ότι ελπίζει να ξανασυναντηθούμε. Τον αποχαιρέτησα και του είπα χάρηκα που σας γνώρισα. Εβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα. Θε μου τι δυστυχία εκεί μέσα!! Απαπαπαπα ποτέ πια φασισμός για τόνομα του θεού.
Όταν ήρθε η Ματίνα για να πιούμε καφέ αλλά όχι πολύ γρήγορα της είπα σήκω φύγε από κει μέσα, αυτή μούπε μα τι λες τώρα μου λες τι να κάνω. Γέλασα από μέσα μου.
Γειά σου Ματίνα ο Θεός μαζί σου και μαζί μου.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22-4-94
Ο KLAUS με πήρε τηλέφωνο και πρώτα με άκουσε αφού μου είπε τα συλλυπητήρια για τον πατέρα μου του είπα ότι ήμουν στεναχωρημένη. Μετά μου είπε ότι την
Κυριακή ήταν κιαυτός σε επίσκεψη ενός τάφου και με ρώτησε ποιος νομίζω ότι πέθανε. Του είπα μήπως κάποιος από Mattierzoll? Αυτός μούπε όχι η πρώην πεθερά μου τότε μούπε ότι πήγε στο Βερολίνο γιατί η κόρη του τον χρειαζόταν. Εγώ του είπα καλά έκανε να συμπαρασταθεί στην κόρη του που τον χρειαζόταν σαν εγώ να μην τον χρειαζόμουνα. Που τώρα τον χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ. Τούπα ότι τον αγαπώ και θέλω να τον δω νάρθει, είπε είχε πολλή δουλειά και όλα επείγουν, είπε επίσης ότι η ορθόδοξη δοξολογία δεν του αρέσει στο Βερολίνο, στην Ελλάδα ήταν διαφορετικά. Μου είπε ότι μπροστά από το οικόπεδο έχει σχηματιστεί μια μεγάλη λιμνοθάλασσα όπως ήταν πριν εκατομμύρια χρόνια. Αισθάνθηκα δυνατή κι ότι μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου αλλά στην πραγματικότητα είμαι αδύναμη και θέλω τον Klaus δίπλα μου . Αυτή τη στιγμή θαφευγα για τη Γερμανία αν δεν ερχόταν αυτός στην Ελλάδα τον άλλο μήνα στις 12/5/94.
Δόξα το Θεό που του έχω κλείσει ραντεβού με την κα Κοκκίνη. Ανέπνευσα τώρα μ ανακούφιση. Τι ανασφάλειες που έχω θεέ μου.
Θυμάσαι πατερούλη που σούλεγα ότι αγαπώ όλους τους ανθρώπους; Και συ μούλεγες να μην
τους αγαπάς παιδί μου, γιατί πατέρα σούλεγα, διότι είναι πολύ κακοί οι άνθρωποι και τώρα σου λέω, εγώ τους αγαπώ ακόμα πατέρα και τους αγαπώ όλους μα όλους χωρίς εξαίρεση.
ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΟΣ ΝΕΚΡΟ ΠΑΤΕΡΑ
Εφυγες σαν δενδράκι μαραμένο
στον ίσκιο σου εύρισκα παρηγοριά
τώρα ποιόν μούμεινε να περιμένω
εκεί μακριά στην ξενιτιά;
Το μάτι σου διαμάντι είχε στάξει
εκεί στο νεκροκρέβατο που κείσε
κι εγώ στη χούφτα μου τ όχω φυλάξει
στ αναπαϊμου τη λησμονιά σου σβύσε πατέρα,
λατρευτή μου συντροφιά πληγές μ ανοίγουνε
με τη δική σου άπνοια
Θέλω να σβήσω απ τη ζωή μου πια
παρηγοριά ζητώντας μεσ τα δάκρυα
Θέλω σιμά μου ακόμα να σε νιώσω
μένε για λίγο πριν και εγώ αποτελειώσω
Αναζητώ το χέρι σου το άδειο
Στη στενοχώρια μούδινες κουράγιο
θα σε θυμάμαι θα σε συναντήσω
και με λουλούδια τάψυχο σώμα θα γεμίσω
Χαρά μου εσύ στερνή γλυκέ πατέρα
πούφυγες κι έχασα για πάντα τον αστέρα.
Το σκοτεινό μου δρόμο ποιος θα φέξει;
Αφού τα βήματά σου έχουν στερέψει.
Σου στέλνω οδηγό σου το καντίλι
Ανάβω κάθε μέρα το φυτίλι.
Φωτάκι εσύ μοναδικό στην πλάση
Που έσβυσες προτού ναγιάσης.
Σε ένα άλλο κείμενο γράφει το προβληματισμό της με τον καρκίνο (πέθανε στις 23/12/2003)
10.11.2003
Είναι δυο χρόνια που ταλαιπωρούμαι με τον καρκίνο. Εχω περάσει πολλές φάσεις αγωνιών, χαλάρωσης, προσμονής, απελπισίας. Εχω αλλάξει σαν χαρακτήρας και σαν σώμα. Με θλίβει το γεγονός ότι έχω ξαφνικά γεράσει δηλαδή τα κύτταρά μου δεν είναι ίδια. Το πρώτο σοκ δεν ήταν όταν μου είπαν ότι έχω καρκίνο ήταν όταν μου έπεσαν τα μαλλιά μου, που ήταν μακριά.
Τάβλεπα να μένουν κάθε μεσημέρι στο μαξιλάρι μου αλλά το τραγικότερο ήταν όταν έγιναν όλα μαζί ένας μεγάλος χοντρός κότσος σαν κουβάρι πάνω απ το κεφάλι μου. Θεέ μου δεν ήθελα να το πιστέψω! Φοβόμουν τόσο πολύ να δω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Κανείς δεν μου είχε πει ότι στη δεύτερη χημειοθεραπεία θα μου πέφτανε όλα τα μαλλιά
Στο νοσοκομείο ήρθε ο Κλάους στις 9/12/04. Εγραψε και αυτός ποίημα για την Ισαβέλλα που δημοσιεύτηκε μάλιστα στο ετήσιο λεύκωμα ποίησης, του 2004, της βιβλιοθήκης της Φρανκφούρτης
Ένα άλλο σημείωμα στο ημερολόγιό της με ημερομηνία 30/4/1999
ΞΕΝΙΤΙΑ!
Αν κανείς δεν ξενιτευτεί, δεν ξέρει τι σημαίνει «ΠΑΤΡΙΔΑ» και ακόμα δεν ξέρει τι σημαίνει Αδελφική αγάπη & Ζωή & φίλοι!
Εδώ στην ξενιτιά της Γερμανίας έμαθα να σκέπτομαι βαθύτερα να πονώ και προ πάντως να κλαίω!
Τα δάκρυα είναι μια καταπληκτική ελευθερία που βγαίνει από τα βάθη μέσα μας.
Όταν ήμουν μικρό παιδί έβλεπα που και που τη μητέρα μου να ρουφά κρυφά κανά δάκρυ. Τότε στενοχωριόμουνα πολύ, έπεφτα στο πονεμένο σώμα της και τα αγκάλιαζα με τα δυο μου χέρια και παρακαλούσα λέγοντας. Μανούλα σ αγαπώ τι έχεις; Τη γλυκοφιλούσα τη Μητερούλα μου! Αυτή κατάπινε τον πόνο της γιατί με
αγαπούσε και τα δάκρυά της δεν φαινόντουσαν πια. Ετσι έμαθα να μην κλαίω γιατί αλλιώς θα πονούσα τους άλλους όπως εκείνη εμένα. Τώρα τι ωραία μετά από 50 χρόνια κλαίω!
Φτου ξελευθερία είναι το επόμενο παιχνίδι που έμαθα εδώ στα Γερμανόπουλα.
Πρώτα τους έμαθα να μιλούν και να εκφράζονται με τα χέρια αλλά Ελληνικά π.χ. να μουτζώνουν.
Σ ένα δένδρο όπου τα φύλαγα για κρυφτό επειδή με το «ΑΒΕΒΑΜΠΛΟΜ» ήμουνα η Μάνα μετρούσα δυνατά μέχρι το είκοσι έψς ότου οι άλλοι να κρυφτούν. Ετσι τους έμαθα κρυφτό και το δεύτερο που έμαθαν ήταν να φτύνουν στο δένδρο. Στην αρχή τους ήταν αδύνατο να φτύνουν στο δένδρο αλλά όταν μερικές φορές τους προλάβαινα στο φτύσιμο του δένδρου άρχισαν να φτύνουν και αυτοί με όλη τους τη δύναμη. Ετσι κατάλαβαν το νόημα του φτυσίματος και τους άρεσε πολύ γιατί μετά απελευθερωνότανε η αναπνοή τους.
Ωραίο πράγμα να μπορείς να φτύνεις δυνατά χωρίς να ντρέπεσαι. Το τρίτο που τους έμαθα ήταν την ξελευτερία δηλαδή ο τελευταίος που έφτυνε ελευθέρωνε όλους τους άλλους και φτύνοντας φώναζε δυνατά «ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ». Ετσι είχε νόημα το παιχνίδι επειδή η αγωνία του κρατά μέχρι το τέλος!
Στη Γερμανία που ζω τώρα 10 χρόνια έμαθα να χορεύω και τραγουδώ ρεμπέτικα και προπάντων τραγούδια της φυλακής. Είναι τα αγαπημένα μου γιατί έχουνε πλάτος και βάθος.
Στην κουζίνα μου (όπου κοιμάμαι κι όλας ) όταν σηκωθώ το πρωί και είμαι στις κακές μου αντί ν αρχίσω τις καθημερινές δουλειές χορεύω. Τα ξύλινα σανίδια του πατώματος καλύπτει ένα χαλί στρογγυλό σαυτό απάνω μπορώ να ρίχνω τον πόνο μου.
Γυρνάω γύρω γύρω στο χαλί μου και αισθάνομαι πότε με-θυσμένη πότε κυρτωμένη προς τα μπρος ή προς τα πίσω κάπου κάπου αισθάνομαι να πέφτω πάλι να ξανα-σηκώνομαι.
Όταν μούρχονται στο μυαλό όλα που μου έχουνε συμβεί στη ζωή, παραπατώ ή ακόμα δεν σηκώνω ούτε μια στάλα σκόνη στη μύτη του παπουτσιού μου (επειδή είμαι πολύ παράξενη) και με τα δυο μου δάχτυλα τα ξεσκονίζω.
Νομίζω Ρεμπέτικο ή χασάπικο δεν μπορεί κανείς να σου μάθει, πρέπει να το νιώσεις μόνος σου και να βγει από μέσα σου τότε έχει ψυχή. Αυτό το στρογγυλό χαλάκι στην κουζίνα μου είναι πολύ εύκολο στο τίναγμα επειδή η διάμετρος του είναι δυο μέτρα δηλαδή δυο δρασκελιές μου. Ετσι δεν μπορώ να βγω ποτέ απ αυτόν τον κύκλο του χαλιού πουν τον παρομοιάζω με τον εαυτό μου και που όλα συμβαίνουν εκεί μέσα. Στο κέντρο του έχει ένα κλειστό κύκλο με διάμετρο ένα μέτρο και είναι γεμάτος με λουλούδια , χωρίζεται με μια ταινία πέντε εκατοστών από γογγύλους από την Αρχαία Ελλάδα, μετά ένα άλλο κύκλο
από σημεία με παύσεις μικρά που δηλώνουν αυτή τη στιγμή και μετά χωρισμένα λουλούδια και ύστερα πάλι γογγύλους που εξελίσσονται. Οι γόγγυλοι είναι σαν τα κύματα που παρασύρονται ο ένας από τον άλλο. Όταν προσπαθώ να χορέψω μένω όσο το δυνατόν στον εξωτερικό κύκλο όπου δεν μπερδεύομαι με τα βήματά μου.
Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και προσοχή γιατί ο εσωτερικός κύκλος με τα λουλούδια είναι ο πιο ευαίσθητος. Εκεί μόνο γονατιστά ή με μικρά βήματα το ένα δίπλα στο άλλο πιεστικά είναι δυνατό και ο χώρος γίνεται προσκύνημα.
Κάτι άλλο που μπορείς να κάνεις στον εσωτερικό κύκλο είναι! κτυπώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο κρατάς το σκοπό και απλώνεις το αριστερό πόδι ενώ το δεξί πάντα προς το μέσον του κύκλου ρίχνοντας όλο το βάρος του σώματος σ αυτό, δηλαδή προς το μέσον του κύκλου και με μια απότομη κίνηση σου σαν να μην προς τα μπρος ξανασηκώνεις όλο το σώμα ρίχνοντας τώρα το βάρος στο άλλο πόδι που έχει πάει πίσω. Ετσι ξανασηκώνεσαι από τα βάθη του είναι σου που είναι ο Μεσαίος κύκλος με τους γογγύλους και όπου εκεί απάνω είναι όλη οι Ανθρωπίδες όπως λέει ο συμβίτοράς μου. Οι φωνές που βγαίνουν κατά
διαστήματα από το στόμα είναι για ανακούφιση από τις καταπιέσεις του εσωτερικού . Το ΑΧ ή το ΑΪΝΤΑ ή το ΟΠΑ και στο ΟΠΑ που παραλίγο να πέσω σκέφτομαι «Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΣΟΡΟΠΑ» και γελώ. Αυτά τάμαθα δεκαετία του 60 όπου ήταν μόδα μερικά ιδιαίτερα λεξιλόγια.
Ένα τραγούδι λέει «ΟΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΣΟΡΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΜΕΤΡΩ ΕΝΑ ΠΑΡΑ» δηλαδή η κοινωνία δεν έχει καμιά αξία!
«ΑΪΝΤΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΑΛΑΝΑ»
ΑΛΑΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝΑ Μεγάλο οικόπεδο όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα και κρυφτό ανενόχλητα.
Γιατί άραγε κλαίω όταν θυμάμαι τα παλιά καλά χρόνια; Ητανε υπέροχα! ΥΠΕΡΟΧΑ!
Κάτι άλλο που κάνω με τον κύκλο του χαλιού μου που είναι ο εαυτός μου, είναι ότι στέκομαι στην άκρη του, δηλαδή πατώ με τα πόδια μου μόνο στην περιφέρεια σηκώνω τα χέρια μου σε έκταση ή έκσταση όπως έλεγε η γυμνάστριά μου και χορεύω πάλι προς το κέντρο ή με μικρά βήματα μπρος πίσω ή ρίχνω το κεφάλι προς το κέντρο του εσωτερικού κύκλου. Ετσι συγκεντρώνομαι στα χέρια και στα πόδια για να μην πέσω.
Α! Ρε ωραία Ελλαδίτσα μου σκέφτομαι και Γαμώτο…….ΑΑΑΧ! ΞΑΛΑΦΡΩΣΑ!
30/4/1999
Πάρος 5/99
Ο φίλος μου ο Χασάν.
Πριν μερικά χρόνια στην Παροικιά μπορούσες να φας κιόλας στο «PORT ΚAFEΕ” αυγά τηγανητά με μπέικον , τώρα είναι πανάκριβα. Τότε ήταν η μέρα που πρωτόρθα από τη Γερμανία και πεινούσα.
Εκατσα λοιπόν με το πρόσωπο στον ήλιο και μένα χαμόγελο μέχρι ταυτιά, στο «PORT ΚAFEΕ” και περίμενα τα τηγανητά αυγά με το μπέικον. Μόλις φθάσανε μυρωδάτα έφθασε και ένας μικρός χαριτωμένος σκύλος και με κοιτούσε κουνώντας την ουρά του. Τα αφεντικό του φώναξε και γω τον ρώτησα. Μπορώ να του δώσω λίγο ψωμί; Μούκανε ένα καταφατικό νόημα, ο μικρόσωμος άντρας μελαψός με φαλακρίτσα και μια μύτη σαν πατάτα. Πήρα ένα κομμάτι μπέικον και τόδωσα στο σκυλάκι. Αυτό σηκώθηκε στα πίσω πόδια και ακούμπησε την ποδιά μου με λαχτάρα! Του τόδωσα όλο το κομμάτι. Ξαφνικά κατέφθασαν 5 – 6 άλλοι αληταράδες κοπρόσκυλοι. Κοίταξα το μελαψό κοντούλη Αιγύπτιο. Είχε δυο πανέμορφα μάτια όλο καλοσύνη κι ένα παιδικό χαμόγελο
σαν να χαιρότανε! Τότε έδωσα και τα άλλα μπέικον στα πεινασμένα σκυλιά έδωσα και όλο το ψωμί βουτηγμένο στα μάτια ταυγά. Σηκώθηκε ο κοντούλης Αιγύπτιος και με ρώτησε αν του επέτρεπα να καθίσει στο τραπέζι μου, χωρίς να προλάβω να του απαντήσω πήρε μια καρέκλα και κάθισε! Τάχασα , άντε τώρα σκέφτηκα καλά ξεμπερδέματα! Είχα και απασχόληση γιατί δίπλα σταυγά έγραφα γράμμα στον άνδρα μου στη Γερμανία! Ακουσα τη φωνή του να μου λέει , μα εσύ δεν έφαγες τίποτα! Ω δεν πειράζει δεν πεινούσα να έτσι τα παράγγειλα από ενθουσιασμό. Ξέρεις είμαι ξενιτεμένη, δεν ζω στην Ελλάδα. Είμαι πολύ ευτυχισμένη για τον ήλιο τη θάλασσα, γιαυτό τον ουρανό, για τα ζώα και τους ανθρώπους. Όλα αυτά θέλω να τα γράψω στον άνδρα μου αλλά σκέφτομαι να μην τον στεναχωρήσω γιαυτό προτίμησα να φάω. Ομως αγαπώ πολύ τα ζώα! Πως σας λένε;
Α! ναι συγνώμη ξέχασα να πω τόνομά μου , είπε: Χασάν!
Από πού είσαστε;
Από Αίγυπτο!
Αίγυπτο αχ! τι ωραία η Αίγυπτος, την αγαπώ πολύ.
Πήγες εσύ;
Ναι πέντε φορές! Από ποιο μέρος είσαι;
Από Κάιρο!
Ω τι ωραίο το Κάιρο, το «Χανάν Χαλίλ», οι πυραμίδες οι άνθρωποι, οι μυρωδιές. Δάκρυσε ο ανθρωπάκος. Εγινα πιο συνεσταλμένη!! Τα φαγητά σαρέσουνε;
Ναι πολύ!
Εγώ καλέσω εσένα σήμερα φάμε.
Όχι ευχαριστώ.
Μα εγώ μαγειρέψω εσένα Αιγυπτιακά1
Δηλαδή σαν τι;
Θα δεις θέλεις;
Θέλω τούπα.
Σίγουρα;
Σίγουρα τούπα.
Μούπε που κάθεται και το απόγευμα πήρα ένα κρασί και πήγα σπίτι του!
Όταν μπήκα στην κουζίνα τάχασα. Ηταν σκουπιδότοπος, το τραπέζι στρωμένο με λαδωμένες εφημερίδες και στο πάτωμα κάτω πεταμένα όλα τα σκουπίδια του κόσμου που τάσπρωχνες με τα πόδια για να καθίσεις. Εκεί ήταν και ο σκύλος που με κοιτούσε με απορία. Ο Χασάν κατάλαβε και είπε θάρθω αμέσως. Εφυγε και εγώ βρήκα μια σκούπα και άρχισα να καθαρίζω! Γύρισε με πολλά ολόφρεσκα μπαρμπούνια και τάχασε όταν είδε την κουζίνα παραμορφωμένη. Δεν είπε τίποτα! Εγώ πήρα τα ψάρια , παραμέρισα, τάπλυνα στο νεροχύτη και άρχισα να καθαρίζω ένα ένα. Ο Χασάν είπε μα έτσι θαργίσεις, θέλουν πολλή ώρα.
Είπα δεν πειράζει μ αρέσουν καθαρά. Χωρίς να μιλά ετοίμασε ένα πολτό από σκόρδο, κρεμμύδι και σαφράν και τα έτριψε μένα μπουκάλι. Αρχισε να γεμίζει τις κοιλιές των μπαρμπουνιών.
Τάψησε στο τηγάνι, ήταν πανόστιμα ! Ημουν φοβισμένη και μούπε, γιατί φοβάσαι;
Τούπα γιατί δεν σε ξέρω!
Εγώ φίλος είπε.
Ναι αλλά δεν σε ξέρω!
Καλός άνθρωπος όχι φοβάσαι.
Σ ευχαριστώ πολύ για το ωραίο φαγητό αλλά θέλω να φύγω τώρα.
Θέλεις να δεις τηλεόραση;
Όχι θέλω να φύγω!
Εντάξει, εντάξει θα σε δω άλλη φορά.
Ο Χασάν, από τότε πέρασαν τρία χρόνια, πάντα με χαιρετούσε με το χαμόγελο στα χείλη.
Εσύ πολύ καλή γυναίκα μούλεγε. Γειά σου φίλε μου τούλεγα.
Σήμερα με φώναξε να με κεράσει ένα καφέ και μούπε παίζεις ουϊσκάκι;
Εγώ δεν κατάλαβα αλλά τούπα, δεν πίνω ουίσκυ.
Όχι είπε αν παίζεις σκάκι.
Α! μ αρέσει πολύ.
Τότε ραντεβού το απόγευμα.
Πήγα σπίτι του , που ήταν πεντακάθαρο και ίδρωσα να τον νικήσω, δυο φορές με μεγάλη δυσκολία. Αλλά κι αυτός τάδε σκούρα. Λοιπόν αυτός είναι πονηρός ή έξυπνος ή και τα δύο. Ισως κάνεις ένα λάθος είπε! στο σκάκι και κερδίσω εγώ τότε!
Το δεξί του χέρι ήταν πρησμένο γιατί τον είχε κτυπήσει μια δράκαινα και τον δείκτη δεν μπορούσε να τον λυγίσει. Προσπάθησα να του κάνω τη θεραπεία που ήξερα από τη Γερμανία. Δυσκολευότανε πολύ να χαλαρώσει το χέρι του. Όταν του το τσιμπούσα για καλύτερη κυκλοφορία η κοιλιά του γουργούρισε. Τότε τούπα μίλησε η κοιλιά σου; Ναι είπε ξαφνιασμένος, τούπα ξέρω το φάρμακο!
Ποιο είναι;
Να βρεις μια γυναίκα που να σου κρατά το χέρι Χασάν!
Αυτός γέλασε σαν μικρό παιδί με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω και ένα χαμόγελο ως ταυτιά!
Εχεις δίκιο μούπε αλλά αυτό δύσκολο!
Και προπαντός νάναι από την πατρίδα σου. Τούπα να κάνει και παιδιά.
Μούπε γιατί από πατρίδα;
Διότι παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο!
Είσαι καλή φίλη, μούπε. Τούπα μπράβο που με κατάλαβες!
Μούπε εσύ γιατί θέλεις βοηθήσει εμένα;
Τούπα επειδή σε κέρδισα στο σκάκι και από αύριο, αν σε δω στο καφενείο θα σε ρωτήσω αν βρήκες το φάρμακο για το χέρι σου.
Εσκασε στα γέλια, τον χαιρέτησα και μούδωσε το χέρι του με μια κίνηση σαν να έλεγε κόλα το!!
Γειά σου φίλε μου Χασάν,
Αιμιλία
Ή Αιμιλία σήμερα ήταν έξω φρενών. Οι διπλανοί δεν την άφηναν να κοιμηθεί επειδή η κουζίνα τους είναι κάτω από την κουζίνα της Αιμιλίας, δυστυχώς φωνάζουν μέχρι τις τρεις το βράδυ! Ετσι όταν σήμερα Παρασκευή, μέσα του Σεπτέμβρη, άρχισαν να αραιώνουν οι τουρίστες, έφυγαν και μερικά εγγονάκια της διπλανής. Η Αιμιλία αναθάρρησε και τους είπε με προσποιητή ευγένεια!!
Φεύγετε φεύγετε ; και όταν αυτοί απάντησαν, όχι οι μισοί, η Αιμιλία τους είπε Α! κρίμα…καλό ταξίδι καλό ταξίδι.
Πάρος 22/11/00
Ο καιρός δεν λέει να χειμωνιάσει. Τέλος του Νοέμβρη και κολυμπώ στη θάλασσα. Τα πρώτα τρία λεπτά είναι δύσκολα μετά ζεσταίνεται όλο το σώμα,
Χτες ήτανε τα Εισόδεια της Θεοτόκου και η Κυρά Αιμιλία που μένει απέναντί μου, στο 1,80 απόσταση από μένα μούπε!
Κα Τζαβέλλα θα πάτε στην Εκκλησία; Σήμερα είναι τα Ισόγεια της Παναγίας. Σκέφτηκα λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβω τι εννοούσε . Αυτή τη γειτόνισσα την αγαπώ πολύ. Είναι και ο σύζυγός της ο Κος Γιώργος που κρατάει μπαστούνι γιατί πονάνε τα πόδια του. Πολύ καλοί άνθρωποι, απλοί αλλά ειλικρινείς. Σήμερα συζητούσαμε και για το νερό που πάει να εκλείψει στην Πάρο.
Είπα λοιπόν στην Κα Αιμιλία ότι χθες είχα πάει σε μια συγκέντρωση του νυν Δημάρχου και μου έκανε εντύπωση ότι για τα έργα ύδρευσης που χρειάζονται αν γίνουν, πρέπει να ξοδευτούν 3 δις δραχμές. Όμως το κτίριο που αγόρασε η Δημαρχία κόστισε 300 εκατομμύρια.
Η Κα Αιμιλία ακούγοντας αυτά τα ποσά και ότι το παλιό Δημαρχείο θα γίνει γηροκομείο είπε:
Δεν φέρνουνε κανένα γιατρό που έχουμε μόνο Παθολόγους δηλαδή να φέρουν και κανένα Καρδιολόγο και κανένα Παιδολόγο. Ναι της είπα έχεις δίκιο.
Μόνο να δίνουνε τα λεφτά για τον εαυτό τους ξέρουνε.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ
Σήμερα η Αιμιλία εξηγούσε στον άνδρα της γιατί το πουλόβερ του, που άνοιξε και ξεχείλωσε.
Του φώναζε λοιπόν, άνοιξε με το καλοκαίρι άκουσες;
Ανοιξε, Ανοιξε είπε ξεφωνίζοντας τα άκουσες ού! ού! τάκουσες κουφάλογο;
Κος Γιώργος: Τάκουσααα! Είπε στριγκλίζοντας στα ού. Αυτός τρομαγμένος λέει εγώ είμαι έτοιμος να φουντάρω.
Αυτή άρχισε να βρίζει! Τώρα τι να του πάω του Παναγιώτη (που είναι ο αδελφός της), δεν τον κάνω κέφι και γιαυτό δεν ξέρω τι να του πάρω τώρα που θα πάω.
Να μην του μιλάς του Παναγιώτη να μην του λες τίποτα για μένα δεν τον γουστάρω με τίποτα, δεν τον γουστάρω να μην του λες τίποτα άκουσες; λέει ουρλιάζοντας.
Κος Γιώργος: Σώπα σ ακούει και η γυναίκα (εγώ).
Αιμιλία: Εφυγε δεν μ ακούει.
Κος Γιώργος: Εγώ του λέω ότι τον αγαπάς.
Αιμιλία: Να μην του λες ότι τον αγαπώ, τον σιχαίνομαι, το τομάρι. Και δεν έχω και που να πάω το χειμώνα. Είναι κρύο. Το καλοκαίρι κάθεσαι κει σε κανένα παγκάκι. Τον σιχαμένο, το γομάρι. Η καημένη η Μιμή καλά μουτάλεγε ότι είναι Γομάρι.
Ας κάνει πως αφήνει την Κατίνα και θα ξεραθεί. Σκάσε εσύ.
Κος Γιώργος: Εγώ δεν πάω συχνά.
Αιμιλία: Σκάσε. Ετσι ήτανε η μάνα μου, κακιά γυναίκα ήτανε.
Κος Γιώργος: Πολύ κακιά και όλοι είσαστε σαν αυτή.
Αιμιλία: Ο πατέρας μου ήτανε χρυσός άνθρωπος. Αυτή η σκατένια με κατηγορούσε. Ελεγε πάλεψε μέσα απ τα νερά της μ έκανε.
Κος Γιώργος: Ναι η μάνα σου ήτανε κακιά γυναίκα.
Αιμιλία: Η μαύρη μου η τύχη που μέφερε εδώ κυρά Αννα μου (Η Αννα είναι γειτόνισσα που καμιά φορά πάει η Αιμιλία και τα λέει).
Βρε να μην έχω σπίτι να σηκωθώ να φύγω.
Το κάθαρμα θέλει να πουλήσει το σπίτι που κάθεται, ο κοντοστούπαλος, το πήρε και του το φαγε κ. Κωστούλα. ΧΑΜΕΕΝΟΣ! ήτανε ο άλλος από κάτω που τον έβλαψε, βρε να πουλήσει το σπίτι στην Αθήνα. Πόσο το πήρε; Κάνει τη φωνή της λεπτή σαν τη γυναίκα του Παναγιώτη και λέει. Το παιδί μου για το παιδί μου μην το συζητάτε μην το λέτε (δηλαδή έλεγε μην το γλωσσοτρώτε).
Πουτάνα παλιοβρόμα!!
Κος Γιώργος: Ακου, Ακου (το τηλέφωνο ντριν, ντριν)
Αιμιλία: Α !!! γεια σου Βούλα μου, τι κάνεις Βουλίτσα μου; (καλά είναι καλά είναι) γρήγορος ρυθμός. Δεν ξεχνάς επιτέλους, Δεν ξεχνάς επιτέλους. Τι; Δεν είμαστε καλοί; Εσύ ξέρεις αντοχή και κουράγιο νάχει ο άγιος Ανδρέας να σου φέρει κουράγιο. Χάρηκα Βουλίτσα μου δεν μπορώ να σε ξεχάσω. Ατυχη είσαι Βούλα μου, άτυχη. (Μπράβο Βούλα μου, άφησε την καλή γυναίκα και πήρε την Πουτάνα). Υστερα λένε για μένα, άστηνε, άστηνε.
Κος Γιώργος: Ξέχασες να της πεις τα χρόνια πολλά.
Αιμιλία: Ξέχασα, ξέχασα το να κάνω!
Ξέρεις γιατί πρέπει να της πω τα χρόνια πολλά, γιατί θα πάει και η Κατίνα και θα τις τα πει.
Καλά τούκανε η άλλη τούδωσε τα βρεγμένα του και έφυγε, γιατί δεν του άρεσε η καλή γυναίκα, μόνο πήγε στην πουτάνα.
Κος Γιώργος: Αυτός γύριζε στο βουνό με τα ζώα.
Αιμιλία: Ε γιαυτό δεν την υπολογούσε , τι να κάνει; αυτός δεν είχε φαΐ να φάει. Τι νάκανε πώς να θρέψει το παιδί της;
(τα λέει στον Παναγιώτη). Της έδωσες φαΐ να φάει; μόνο φιλούσες τα ζώα στο βουνό. Η καημένη η Κούλα! (σηκώνεται ο κ. Γιώργος να φύγει. Κουτσαίνοντας πάει προς την αγορά και με το μπαστούνι του σπρώχνει το πιατάκι της γάτας μου στο πλάι.
Η Αιμιλία διώχνει νευριασμένη τις γάτες που μαζεύονται έξω από την πόρτα της. Μετά παραμιλά μόνη της.
Πουτάνα κοινωνία μέχρι πότες μέχρι πότες θαντέξω αυτό το σακάτη.
Άιντε φύγε να ησυχάσω. Κάτσε στην αγορά χαραμοφάη.
Βαρέθηκα να τον βλέπω μπροστά μου. Ψοφάλογο. Ολο θέλει να μου κάνει κουμάντο στην κουζίνα.
(Η κουζίνα είναι 2.00 μ Χ 2.00 μ, μικρή και δεν αντέχει τον άνδρα της μέσα γιατί δεν μπορεί να κινηθεί)
Όταν αρρώστησε ο Κος Γιώργος και έπαθε προστάτη μου είπε:
Αστα κα Τζαβέλλα μου , τα βάσανά μου δεν λέγονται, φοβάμαι μην μου πέσει και τι θα κάνω (εννοεί να μείνει κατάκοιτος). Αρχίζει να τσιρίζει μανιακά, Παναγία μου και Αγιοι Απόστολοι βάλτε το χέρι σας να μην μου πέσει και τι θα γίνω η δύστυχη.
Προχθές τον πήγα στους γιατρούς. (κτυπάει το τηλέφωνο) Ντριν, Ντριν, Ντριν.
Σκάσε βρε κουφάλογο και συ με ξεκούφανες! (στο τηλέφωνο είναι πάντα προσποιητά ευγενής)
Μπρος Α! ναι Κατίνα μου τι κάνετε;
Αστα Κατίνα μου, ο Θεός με λυπήθηκε. Ε ναι ο Γιώργος, τον εφοβήθηκα, δεν μπορούσε να κατουρήσει, εδώ και πολλές μέρες δεν μου τόλεγε.
Βέβαια τον πήγα σήμερα.
Στον Παθολόγο μετά στον Γυναικολόγο και στον Κτηνίατρο. Εκεί στο Νοσοκομείο του βρήκανε λέει προστάτο, ξέρεις εσύ τι είναι αυτό;; Ισως ασθένεια του νεφρών γιατί έκανε πολλές μέρες να κατουρήσει.
Αιμιλία: (έρχεται ο κος Γιώργος), Πάλι γύρισες;
Κος Γιώργος: Που μιλάς στο τηλέφωνο;
Αιμιλία: Και τι σε νοιάζει εσένα που μιλώ.
(ΩΡΙΕΤΑΙ) Ακου εκεί θέλει να μου κάνει έλεγχο! Αντε να δούμε ακόμα τι θέλεις; Δεν μπορώ τους ελέγχους σου συνέχεια. Παναγία μου, Αγιε Θεράποντα, πάρε με, να ησυχάσω, να μην το δω αυτό το κακό που είναι να γίνει.
Τσιρίζει, κτυπιέται.
Κος Γιώργος: Προσπαθεί να την καθησυχάσει. Βρε ηρέμησε, τι φωνάζεις, τι θα λέει η γυναίκα, απέναντι; (Αυτό το λέει για μένα)
Αιμιλία: Δεν ακούει εξεπόρτισε πάλι. Αυτή όλο ξεπορτίζει η τυχερή, δεν έχει κανένα, κάνει ότι γουστάρει.
Ε ρε νάχα δικό μου σπίτι και θα σούλεγα, θάβλεπες να γίνονται τα απραγμάτιστα.
Εφερες τα χόρτα;
Κος Γιώργος: Όχι δεν βρήκα.
Αιμιλία: (Ωρύεται). Καλά και τι έκανες τόσες ώρες; βόλτες; Αλλά εσύ ακαμάτη μόνο βόλτες ξέρεις να κόβεις.
Αιμιλία: Αχ Θεέ μου λυπήσουμε. Τι θα φάμε βρε σήμερα;
Κος Γιώργος: Σκατά!
Αιμιλία: Να τα φας ! μόνος σου δε θα σου κάνω παρέα.
Κος Γιώργος: Σκάσε, η γυναίκα σακούει.
Αιμιλία: Αφού σούπα, ξέχασες πάλι, δεν είναι εδώ!
Κος Γιώργος: Βρε δεν την ακούς γελάει!
Αιμιλία Σκάσε βρε κουφάλογο. Ξέρω εγώ τι λέω.
Παλιοπαριανέ που με ξελόγιασες. Κι ήμουνα όμορφη σαν τα χιόνια.
Κος Γιώργος: Βρε τι τραβάω!
Αιμιλία: Εσύ τραβάς; εσύ μόνο τραβάς και τώρα που τραβάς ποιος ξέρει τι θα τραβήξω.
Κος Γιώργος: Βγαίνει πηγαίνοντας στην μικρούλα τουαλέτα (1,20 Χ 0,70 μ), που είναι έξω από την κουζίνα.
Αιμιλία: Κατουράς;
Κος Γιώργος: Όχι δεν μπορώ.
Αιμιλία: Ε! ΚΑΤΟΥΡΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Με μπάφιασες. Και μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου, γιατί έπιασες το πουλί σου.
Κος Γιώργος: καλά καλά, σκάσε, βγαίνοντας από την τουαλέτα.
Αιμιλία: Τάπλυνες;
Κος Γιώργος: Τι;
Αιμιλία: Κουφάλογο! (φωνάζοντας), τάπλυνες τα χέρια σου; Σούπα πλύνετα γιατί σιχαίνομαι, σε ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ!
ΠΑΝΑΓΙΑ μου τι σιχαμένος άνθρωπος, πως ζω μαζί του, να πεθάνει να ησυχάσω, (ψευτοκλαίει, για το θάνατο, που τον έχει ήδη θάψει.
Αχ τι θα κάνω μόνη μου, άμα πεθάνει!
Κα Τζαβέλλα μου θέλω κι εγώ να τελειώσω, δεν αντέχω άλλο. Μυξόκλαιει.
Εγώ είχα κάνει ότι δεν ήμουν σπίτι και ότι γύρισα. (έφυγα κρυφά και γύρισα φανερά).
Πέφτει στην αγκαλιά μου, (χωρίς να είναι και πολύ σίγουρη ότι έλειπα). Αχ θα πεθάνει και τι θα κάνω!!
Ισαβέλλα: Βρε Αιμιλία μην κάνεις έτσι, εσύ τον έθαψες από τώρα.
Αιμιλία: Ναι δίκιο έχεις, μα δεν αντέχω πια.
Το όλο θέμα, μου θύμισε Αρχαία τραγωδία. Τι υπέροχη γειτονιά, ζωντανή, ανθρώπινη, με όλο το χιούμορ και τη δυστυχία της.
Παρατήρηση Β.Μ.
Υστερα από λίγες μέρες, όπως μου είπε τελευταία η κα Αιμιλία, η Ισαβέλλα τους πήρε με έξοδά της και τους πήγε στη Σύρο, στο Νοσοκομείο όπου έκανε εγχείρηση προστάτη ο κος Γιώργος. Εμεινε τέσσερις μέρες σε ξενοδοχείο με την κα Αιμιλία όσο ο κος Γιώργος ήταν στο Νοσοκομείο.
Κουφονήσια!
Βρίσκομαι στη μέση ενός βουνού κάτω από μια φίδα με τη μικρή σκηνή μου
Ο ήλιος μόλις ανατέλλει μέσα απ΄ τη θάλασσα.
Μεγάλος κόκκινος δίσκος. Ολη η φύση εγείρεται, τα κοκόρια αναγγέλλουν το πρωινό ξύπνημα. Το τοπίο είναι κατάξερο και η γη σκεπασμένη μόνο με πέτρες. Χώμα βλέπεις μόνο κάπου κάπου. Είμαι σε νησί και γύρω γύρω βλέπω άλλα νησιά, άλλοτε με ψηλά βουνά, άλλοτε γυμνά χωρίς σπίτια και άλλοτε χαμηλά, μόνο μύτες γης, πάνω στη θάλασσα απλωμένες. Οι βαρκούλες πάνε να μαζέψουν τα δίχτυα τους. Το βουνό μου είναι καλυμμένο με αγκάθια που έχουν κυκλικό σχήμα και μοιάζουν με μεγάλα κεφάλια.
Η θάλασσα πεντακάθαρη, το πρωινό το μπάνιο πανδαισία, βουτώ πολλές φορές γυμνή για να το ευχαριστηθώ. Αυτό το άγνωστο νησί μ΄ έχει μαγέψει.
Αισθάνομαι τη γλύκα του εξερευνητή, συχνά αφουγκράζομαι τους θορύβους του περιβάλλοντος. Είναι εκείνες οι στιγμές που στυλώνω τ αυτί για καινούριες ακουστικές εμπειρίες. Από μακριά ακούγονται συνεχή κύματα να σπάνε στα βράχια. Βουτώ ξανά στο φυσικό λιμανάκι κοντά στη σκηνή μου και βγάζοντας το κεφάλι απ το νερό βλέπω ένα υπέροχο μαύρο πουλί με τεντωμένο λαιμό να πατά ίσα ίσα πάνω απ τη θάλασσα και με υπέρτατη ευγένεια στην κίνηση ν ακουμπά τη μια του φτερούγα πάνω στο νερό και με ταχύτητα βολίδας να διασχίζει τον αέρα με το άλλο το φτερό τεντωμένο προς τα πάνω. Εβγαλα μια κραυγή θαυμασμού εντυπωσιασμένη
Εδώ είναι όλα πιο φυσικά και όχι τόσο τουριστικά.
Στον ταξιάρχη επάνω τον είδα φαρδιές πλάτες γύρω στα 35 μόνο μένα βρακί να χαϊδεύει το δίχτυ, τα άφηνε να περνά ανάμεσα στα χέρια του, με το δεξί το χούφτωνε και με το ζερβί το τραβούσε. Ετσι απαλά τα άφηνε να περνά ανάμεσα στα δάχτυλα κι όταν ένοιωθε μια πετρούλα, την θρουλούσε ανάμεσα στα δάκτυλα, φωνάζοντας έλα, έλα βρε σ ένα καμιόνι που φάνηκε να κάνει όπισθεν στην προβλήτα. Μετά εξαφανίστηκε κάτω από ένα αυτοσχέδιο κιόσκι από τέσσερα ξύλα είχε στηθεί μια καλύβα του Καραγκιόζη σκεπασμένη με κλαριά από φοίνικα για σκιάδι δυο ψαράδων που έραβαν τα δίχτυα. Μια γυναίκα καθισμένη, κι αυτή κάτω από το σκιάδι, σε μια καρέκλα, αρκετά γεμάτη τόσο που τα κωλομέρια της περίσσευαν δεξιά κι αριστερά του καθίσματος. Είχε ακουμπήσει τα αριστερό της χέρι στο πίσω μέρος της καρέκλας που έμοιαζε να την αγκάλιαζε. Η χαίτη των μαλλιών της, έλουζε την ευτραφή πλάτη. Είχε δεμένα πίσω μαύρα κατσαρά μαλλιά που ξεχύνονταν στην πλάτη ακουμπώντας σένα υπέροχο μπλε σκούρο φόρεμα που το φόντο έδινε περισσότερη ένταση σ όλη την κόμη. Δυο ψαράδες πιο κει, κάτω απ τα πόδια της έραβαν ανακούρκουδα τα δίχτυα και η ηρεμία που δημιουργούσε το περιβάλλον έφθανε βαθιά μέσα σου και πρωτόγονα αισθήματα σε κυρίευαν. Δεν μπορούσα πια να καθίσω στην καρέκλα. Κατέβηκα και έκατσα χάμω στη γη. Ηθελα να ήμουν ένα μ αυτούς τους υπέροχους απλούς πρωτόγονους. Δε σίμωσα κοντά γιατί ήθελα να είμαι μόνη θεατής στο υπερθέαμα που με συγκλόνιζε. Αυτά θέλω να τα απολαμβάνω από μακριά, όταν μ ενδιαφέρουν πολύ, γιατί νομίζω αν κάτσω κοντά τους θα χάσω τη θέα.
Στα βράχια γύρω ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος γιατί υπάρχουν σπηλιές στην ακτή όπου χώνονται τα κύματα μέσα και δημιουργούν δίνες. Μοιάζει με μουσική που έρχεται από την Κόλαση. Οι γλάροι κάτασπροι σκορπισμένοι στη θάλασσα κοντά στ άσπρα καραβάκια αποτελούν μια συντεχνία στο ζωγραφικό πίνακα του τοπίου. Και τώρα αισθάνομαι σαν ανακαλύπτω καινούργιους κόσμους μυθικούς . Να φταίνε οι αρχαίοι αμφορείς που ανακάλυψα μέσα στο καφενείο γύρω γύρω στα ράφια και θαμπώθηκα από την ομορφιά των ευλύγιστων γραμμών τους;
Η ποίηση γέμισε τα σωθικά μου.
Μούπαν να προσέχω τα φίδια εκεί που μένω μόνη μου . Πάνω στο άδειο βουνό έχει τυφλίτες και οχιές. Πράγματι το σκέφτηκα από την αρχή όταν πάτησα το πόδι μου σ αυτό το τοπίο αλλά αυτό ήταν που με προσέλκυσε, η αγριότητα του τοπίου.
Με ρώτησαν οι κάτοικοι γιατί είμαι εδώ και τους είπα ότι ψάχνω ν αγοράσω κανένα στάβλο! Με ρώτησαν γιατί στάβλο και τους είπα μ αρέσει η μυρωδιά των ζώων, γιατί σε στάβλο μεγάλωσα! Με κοιτούσαν με πολλά ερωτηματικά. Δεν πίστευαν σ αυτά που άκουγαν. Όμως ήταν αλήθεια. Η μυρωδιά αυτή με συγκινούσε από παιδί, η αληθινή μυρωδιά του στάβλου που είχα ξεχάσει. Ειδικά η ζεστασιά που αναδίνουν τα σώματα των ζώων όταν έμπαινα μέσα στο στάβλο. Εκεί που ξεγεννούσαν οι αγελάδες και εγώ έτρεχα όταν ο πατέρας μου , που ήταν διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Ασωμάτων, μου ανακοίνωνε το γεγονός, για να δω πως γεννούν, για να συμπαρασταθώ στο θαυμάσιο μυστήριο της γέννησης. Ηταν τότε που περίμενα να σταθεί το μικρό μοσχαράκι στα τρεμάμενα πόδια του που είχαν κατεύθυνση προς τα έξω και μερικές φορές έπεφτε κάτω γιατί έχανε την ισορροπία του. Τότε γύριζε η μητέρα του με σχεδόν πονεμένο βλέμμα για να το προλάβει. Εβγανε μια απέραντη αγάπη απ την κίνηση που έκανε όλος εκείνος ο όγκος με τις θαυμάσιες μαύρες βούλες. Τότε πρόσεχα τα ρουθούνια της που ήταν υγρά και τη γλώσσα της που άφηνε να τρέχουν τα σάλια από το στόμα. Ημουν 7 χρονών και παρατηρούσα αυτόν τον όγκο που γυρνούσε όλο αγάπη προς τα εμένα γιατί ήξερε πως κι εγώ ήμουν μικρό παιδί σαν το παιδί της. Μούριχνε βλέμματα όλο γλύκα γιατί είχε γεμίσει από αγάπη με τη γέννηση του παιδιού της. Ακόμα τώρα τη βλέπω μπροστά μου να με κοιτά με τα υγρά πανέμορφα μάτια της και να ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες με έκφραση Ντίβας.
Στάβλο λοιπόν θέλω να αγοράσω για να ξαναμυρίσω το σανό για να ξαναξαπλώσω και να χωθούν στα ρούχα μου και να με γαργαλούν τα άχυρα , που ο πατέρας μου τάψαχνε το βράδυ γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Στο χώρο του στάβλου αισθάνομαι ελεύθερη γιατί εκεί απελευθερώνονται οι αισθήσεις μου και αφήνομαι στο υγιεινό περιβάλλον.
Μερικοί ψαράδες μιλάνε μεγαλόφωνα για τις τιμές που έχουν αυξηθεί40 ευρώ από το καΐκι οι αστακοί. Πόσο να τους πουλήσουμε 40 ευρώ μαγειρεμένους, δεν είναι λογικό. Σαυτή την ταβέρνα όπου μαζεύονται οι ψαράδες. Εχει καλό ψάρι. Το νησί έχει κουφώματα και μεγάλες τρύπες. Το τοπίο έχει μια τραγικότητα και είναι άγριο.
Η θάλασσα πεντακάθαρη με τα θαυμάσια τυρκουάζ χρώματα, λόγω της άσπρης άμμου του βυθού.
Μου λείπει αφάνταστα ο Νικόλας, τον σκέπτομαι κάθε λεπτό και υποφέρω. Όλα τα συζητώ μαζί του, θάθελα να κολυμπήσουμε μαζί σαυτή την απέραντη γαλαζοπράσινη θάλασσα. Τα κουφονήσια μ αρέσουν πολύ γιατί έχουν μια άγρια ομορφιά. Μαρέσει επειδή αγαπώ την ελευθερία. Αισθάνομαι απέραντα ελεύθερη και πρώτη φορά δεν θέλω ν ανήκω σε κανένα, μόνο θέλω να είμαι ο εαυτός μου.
ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ
Αν τα νιάτα ήξεραν και τα γερατειά μπορούσαν
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ
Και τα έτη αυτού εβδομήκοντα, εν δυναστείες ογδοήκοντα, τα πλείονα αυτών κόποις και μόχθοις
Κος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΚΑΛΕΣΤΟΣ (3/7/99)
Παλιά οι γυναίκες φορούσανε μαξιλαράκια από πίτουρα (βάτες) για να φαίνονται ωραίες.
Ετσι βγήκε το τραγούδι:
Εσεις λιμοκοντόρισες με τα ψηλά τακούνια που δεν αφήσατε πίτουρο για πίτουρο να φάνε τα γαϊδούρια.
Επίσης (πριν από 90 χρόνια) έκοβαν τις μύτες από τα μυτερά παπούτσια των ανδρών που ήταν της μόδας, επειδή ήταν άπρεπο.
Επίσης την εποχή που ήταν δικτάτορας ο Πάγκαλος, ο παππούς του σημερινού, κυκλοφορούσε το ανέκδοτο:
Δεν μ αρέσουν του Πάγκαλου τα γούστα, τριάντα πόντοι η φούστα κι άμα είναι πιο κοντή πρόστιμο και φυλακή.
Πάρος χειμώνας 2000
Ο πρώτος χειμωνιάτικος ήλιος και οι καρδιές ζεσταίνονται ανάβουν. Μετά το τελευταίο κρύο η τωρινή λιακάδα.
Ανασαίνω βαθιά.
Βλέποντας τα νησάκια απέναντι και στο βάθος η Σίφνος.
Πρώτος χειμώνας στην Ελλάδα, ο πρώτος μετά από 13 ολόκληρα χρόνια ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ.
Απέναντι από τον Αγιο Φωκά και η παραλία είναι γεμάτη με αδέσποτα που πεινάνε. Τις προάλλες βάλανε φωτιά στο σπίτι της Μαρουσώς δίπλα στο Κάστρο. Ακουσα το πρωί να φωνάζουν δυνατά σφυρίκτρες, νόμιζα ότι τίποτα παιδιά έπαιζαν. Κάηκε ολότελα ήταν δίπλα στον Αγιο Κωνσταντίνο πάνω σ αρχαία.
Σήμερα 26/1/2000 βρήκα πολλά άσπρα μάρμαρα στο σπίτι μου στο Κάστρο. Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ.
Μαντινάδες
Κάλιο στα όρη μοναχός, στα δάση με τους σχίνους,
παρά στην πόλη αραχτός, μέσα στους άσπρους τοίχους
Σα δε σαρέσει η βοσκική, γάμο εγώ δεν κάνω,
γιατί βοσκός γεννήθηκα, βοσκός και θα πεθάνω.
Κρήτη δε θα σαφήσουνε ο χρόνος να σε φθείρει
ο Καζαντζάκης και οι νεκροί απούνε στ ακρωτήρι.
Αχου και πως μ αρέσουνε του Ψηλορείτη οι στράτες,
όπου τσι περπατούσανε στον πόλεμο οι αντάρτες
Πάρος 1999
Πόσα πολλά έχουν αλλάξει στην Ελλάδα, αλλά η θάλασσα είναι πάντα ωραία και ο ήλιος λαμπερός και ολόκληρη η φύση
Και ξαφνικά σήμερα άρχισα νανακαλύπτω την ντοματοσαλάτα! Το λάδι ειδικά ευλογημένο μέσα στη σαλάτα. Επίσης οι ελιές Καλαμών πανόστιμες και διακοσμούν τόσο ωραία το πιάτο. Δίνει ένα τόνο βουνού και όταν τη δοκιμάσεις όλο το πιάτο είναι γεμάτο Ελλάδα, Θάλασσα, τραγούδι.
Τον βράχο αυτόν τον είδαμε αντάμα
πέρα στ ορίζοντα την άκρη
τότε άρχισε για μας το πρώτο σκαλοπάτι
ήτανε κάδρο στου παράθυρου το χώρο
εκεί που έφυγα αφήνοντά σε μόνο.
Αγία Ειρήνη 6/7/1999